Fraternity of Sound Festival 2017: Thurston Moore, Ben Frost, Zonal, κ.α. (Day 3)
Μετά την εξαιρετική εμπειρία των opening rites, της πολύ καλής πρώτης ημέρας και της σαρωτικής δεύτερης ημέρας του Fraternity Of Sound Festival, την Κυριακή 29 Οκτωβρίου, βρεθήκαμε στο Fuzz Live Music Club για την τρίτη, επονομαζόμενη και ως "blue day", και τελευταία ημέρα του φεστιβάλ.
Αναμφισβήτητα, στην κορυφή των ονομάτων της τελευταίας μέρας του φεστιβάλ δέσποζε ο Thurston Moore μαζί με το Group του, και παρόλο που η ημέρα ήταν Κυριακή, θεωρήσαμε ότι θα έχει και την μεγαλύτερη προσέλευση συγκριτικά με τις προηγούμενες ημέρες, χωρίς αυτό να επαληθευτεί θεαματικά. Η προσέλευση του κόσμου ήταν σχετικά χαμηλή νωρίς το απόγευμα, με αποτέλεσμα η εμφάνιση του πρώτου συγκροτήματος, των Afformance να πραγματοποιηθεί μπροστά σε περιορισμένο αριθμητικά ακροατήριο.
Οι Afformance είναι ιδιαίτερα γνωστοί και αγαπητοί στο ελληνικό post rock κοινό και έχουν κυκλοφορήσει δύο albums και ένα EP ανάμεσα στο 2013 και το 2016. Ελάχιστες κυριολεκτικά ημέρες πριν την εμφάνισή τους στο Fraternity Of Sound Festival κυκλοφόρησαν δύο νέα albums: "Pop Nihilism" και "Music For Imaginary Film #1".
Στην σκηνή του Fuzz Club, το πενταμελές σχήμα εμφανίστηκε με δύο κιθάρες, μπάσο, drums και πλήκτρα, ενώ σε πολλά κομμάτια γίνονται εναλλαγές οργάνων αλλά και χρήση επιπλέων πλήκτρων και κονσόλας.
Τα κομμάτια τους βασίζονται στις εναλλαγές δυναμικών και ηπιότερων μελωδικών τμημάτων, οι οποίες είναι απόλυτα συνεπείς στο μουσικό τους ύφος, ενώ αισθάνομαι ότι από την τελευταία φορά που τους είδα έχουν προσθέσει περισσότερα ηλεκτρονικά στοιχεία.
Εκτελεστικά είναι πολύ ικανοί και θεωρώ ότι αποδίδουν καλύτερα στα δυναμικά τους ξεσπάσματα. Κατά τη διάρκεια του live, μας παρουσιάζουν και ένα κομμάτι με γυναικεία φωνητικά, No Point Return, το οποίο ξεφεύγει από το παραδοσιακό post rock ύφος, αλλά θεωρώ ότι δεν τους ταιριάζει τόσο πολύ.
Συνολικά, οι Afformance απέδειξαν για μία ακόμα φορά πως είναι ένα αξιόλογο συγκρότημα και όπως φάνηκε κατάφεραν να κρατήσουν το ενδιαφέρον του περιορισμένου αριθμητικά κοινού κατά όλη τη διάρκεια του τριαντάλεπτου set τους.
Ο Drew McDowall, έχει υπάρξει συνεργάτης επί πολλά έτη και μετά το 1995 και τακτικό μέλος των επιδραστικών Coil, ενώ έχει υπάρξει συνιδρυτής των The Poems στα τέλη των 70s και μέλος του main project των Coil, Psychic TV, στις αρχές των 80s. Είναι επομένως ένας καλλιτέχνης που έχει ασχοληθεί τρεις δεκαετίες με τον industrial, experimental και dark ambient ήχο, ενώ τα τελευταία τρία χρόνια έχει κυκλοφορήσει δύο solo albums, τα "Collapse" και "Unnatural Channel" στην Dais Records.
Για τις ανάγκες της εμφάνισης του McDowall στα πλαίσια του Fraternity Of Sound Festival, για μία ακόμα φορά τοποθετήθηκε επί σκηνής ένα τραπέζι, φορτωμένο αποκλειστικά σε ηλεκτρονικό εξοπλισμό. O 56-χρονος καλλιτέχνης εμφανίστηκε λιτός στη σκηνή και απευθείας αφοσιώθηκε στα μηχανήματά του.
Μουσικά παρουσίασε ένα set που πρωτίστως αποτελείται από dark ambient ήχους και μελωδίες, που προφανώς θυμίζουν σε κάποιο βαθμό τις ατμοσφαιρικές στιγμές των Coil, οι οποίες εμπλουτίζονται με σχετικά απλά ρυθμικά σχήματα, τα οποία έχουν industrial κυρίως επιρροές. Παρόλο που η μουσική του είναι πολύ ενδιαφέρουσα και σε πολλά σημεία καθηλωτική, η σκηνική του παρουσία είναι τόσο λιτή που η αίσθηση της live performance συχνά χάνεται.
Πάντως, καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον του κοινού, το οποίο προσηλώθηκε στα μουσικά τοπία τα οποία μας παρουσίασε για περίπου 40 λεπτά, πριν υποκλιθεί λιτά και συνεσταλμένα και αποχωρήσει από την σκηνή.
Zonal
Η συνέχεια του φεστιβάλ μας επιφύλασσε μία ακόμα εμφάνιση του φοβερού Justin Broadrick (Godflesh, Jesu), τρίτη στα πλαίσια του φεστιβάλ εάν στην εμφάνιση των φοβερών Godflesh την προηγούμενη ημέρα προστεθεί και η live εμφάνισή του Broadrick ως JK Flesh το βράδυ της Παρασκευής στην club night του φεστιβάλ.
Οι Zonal αποτελούν project συνεργασίας του πειραματικού μουσικού Kevin Martin (γνωστού και ως The Bug, τον οποίο είχαμε δει πριν τους Swans στο Winter Plissken Festival του 2014) και του Justin Broadrick , οι οποίοι πρόσφατα εμφανίστηκαν μαζί με το όνομα Zonal στο Supersonic Festival, στο Birmingham. Οι δύο τους είναι χρόνια γνωστοί άλλωστε, καθώς για πολλά χρόνια, από το 1991 έως το 2001, συνεργάζονταν υπό το σχήμα Techno Animal.
Τα μεγάλα ηχεία και ο επιτραπέζιος εξοπλισμός του συγκροτήματος τοποθετήθηκαν στη σκηνή και σύντομα οι Broadrick και Martin έκαναν την εμφάνισή τους εν μέσω καπνών. Η μουσική τους είναι ένα μείγμα industrial, ambient, breakbeat, noise και experimental στοιχείων και η διάθεσή τους επί σκηνής είναι πραγματικά πολύ ανεβασμένη. Ο Martin μοιάζει να ασχολείται περισσότερο με τα beats, τα breaks και τις ambient ατμόσφαιρες, ενώ ο Broadrick προσθέτει πάνω στη βάση που χτίζει ο Martin τους τρομοκρατικούς industrial και noise ήχους του.
Το τελικό αποτέλεσμα, παρότι όχι ιδιαίτερα πρωτοποριακό, είναι αρκετά ενδιαφέρον και σίγουρα λειτουργεί θετικά στο κοινό το οποίο χορεύει ή λικνίζεται υπό τους ήχους των Zonal. Συχνά κατά το set τους παίζουν με την ανοχή των αυτιών μας, ενώ καταλήγουν να επιμηκύνουν, μάλλον αρκετά πέραν του αρχικά προγραμματισμένου χρόνου, την εμφάνισή τους, η οποία διαρκεί τελικά πάνω από μία ώρα, αφήνοντας όμως συνολικά θετικές εντυπώσεις.
Μετά τους Zonal, σειρά εμφάνισης είχε το act, ίσως για το οποίο είχε έρθει το μεγαλύτερο μέρος του κοινού, του Thuston Moore μαζί με το συγκρότημά του. Τι να πει κανείς πρώτο για τον Thurston Moore; Ένας συνεχώς δημιουργικός και επιδραστικός καλλιτέχνης, ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή κιθαρίστες, ο οποίος αφού θήτευσε στο πλευρό του Glenn Branca στην αρχή της καριέρας του, κατάφερε ως μέλος των θρυλικών Sonic Youth να κάνει τον experimental rock ήχο προσβάσιμο στο ευρύ κοινό και να ισορροπήσει μοναδικά τον κιθαριστικό θόρυβο με την μελωδία.
Έχοντας πολυάριθμα projects και πολλές συνεργασίες τόσο κατά τη διάρκεια ζωής των Sonic Youth, όσο και μετά τη διάλυσή τους, τα τελευταία χρόνια έχει καταλήξει στο μουσικό σχήμα που τον εκφράζει, με τον Steve Shelley (Sonic Youth) στα drums, τον James Sedwards (Nought) στην κιθάρα και την Debbie Googe (My Bloody Valentine) στο μπάσο, ενώ έχει κυκλοφορήσει με αυτό το σχήμα τα εξαιρετικά "The Best Day" το 2014 και το "Rock n Roll Conciousness" φέτος. Οι live του εμφανίσεις όπως μας έχει αποδείξει στο παρελθόν είναι εξαιρετικές και οι προσδοκίες ήταν υψηλές για το βράδυ της Κυριακής.
Τα μέλη του συγκροτήματος αλλά και ο Moore, εμφανίστηκαν στη σκηνή αρκετά πριν ξεκινήσει το live act και αφού στήσανε τα όργανά τους, αποχώρησαν στη συνέχεια, αφήνοντας τον Moore να ολοκληρώσει το δικό του σετάρισμα. Σε αυτό το διάστημα, ο Moore χαιρέτησε και απευθύνθηκε στον κόσμο, και όταν, σχετικά αμήχανα, διαπίστωσε ότι είχε μείνει μόνος, μας ενημέρωσε ότι θα πάει να φωνάξει από τα παρασκήνια το υπόλοιπο συγκρότημα, διατηρώντας μία αφοπλιστική απλότητα.
Σύντομα το συγκρότημα βρέθηκε στη σκηνή και αφού ο Thurston μας ανακοίνωσε ότι η μουσική του θα περιέχει το μήνυμα της αγάπης, ακούγονται οι εισαγωγικές νότες του Cease Fire, κομματιού που αποτελεί δήλωση κατά της οπλοκατοχής, μεγάλου προβλήματος στις ΗΠΑ. Μέσα από το κομμάτι ο Moore επιχειρεί να προωθήσει μία πιο ήρεμη στάση ζωής, εκφράζοντας την αντίθεση στη δολοφονία ανθρώπων ή ζώων και τη δύναμη της αγάπης ως απάντηση και λύση. Η ήρεμη αυτή στάση και δύναμη φαίνεται ότι χαρακτηρίζει τον Thurston Moore τα τελευταία χρόνια και σε μεγάλο βαθμό αντικατοπτρίζεται στην μουσική του, αλλά και στην ήπια και γλυκιά σκηνική του παρουσία.
Για τη συνέχεια, ο Moore επιλέγει ένα πολύ αγαπημένο κομμάτι από το "The Next Day", το Speak To The Wild. Ο ήχος του συγκροτήματος χτίζεται πάνω στην εξαιρετική rhythm section των μετρονομικών drums του Steve Shelley και του στιβαρού μπάσου της Debbie Googe, ενώ στις κιθάρες υπάρχει εναλλαγή ρόλων και θεμάτων ανάμεσα στον Moore και τον Sedwards. Ο Thurston μοιάζει να δίνει αρκετό χώρο στον κιθαρίστα του και συχνά επιλέγει να εκτελεί τα συνοδευτικά τμήματα των συνθέσεων που βασίζονται σε ακόρντα, προσφέροντάς μας παράλληλα τα πολύ όμορφα φωνητικά του. Μοναδική μου ένσταση είναι ότι από άποψη έντασης ο Sedwards ξεφεύγει συχνά προς τα πάνω, με αποτέλεσμα, τουλάχιστον στις πρώτες σειρές ο ήχος να μην είναι ισορροπημένος, εις βάρος των φωνητικών και της κιθάρας του Moore.
Στη, δυστυχώς, σχετικά μικρής διάρκειας, λίγο μεγαλύτερης της μίας ώρας, εμφάνιση του Thurston Moore Group, ακούσαμε κυρίως κομμάτια από το πολύ καλό τελευταίο του album. Το Turn On, ακολουθούμενο από ένα εκτενές αυτοσχεδιαστικό κομμάτι, το video single Smoke of Dreams, το άσμα αγάπης Aphrodite, το οποίο όπως μας είπε είναι, ευλόγως, εμπνευσμένο από την μυθολογία μας ενώ έκλεισε το κυρίως set της εμφάνισης με το εναρκτήριο κομμάτι του "Rock n Roll Consciousness", Exalted.
Το encore, καθώς η ώρα έχει περάσει πολύ, περιλαμβάνει μόνο ένα κομμάτι, το Ono Soul, από την Sonic Youth εποχή και το πρώτο του solo album, "Psychic Hearts", σε μία ιδιαίτερα εκτενή και ενδιαφέρουσα εκτέλεση. Ο Thurston Moore είναι ένας πραγματικός ζωντανός θρύλος για τη σύγχρονη εναλλακτική σκηνή και η εμφάνισή του, παρόλο που είχε περιορισμένη διάρκεια και μερικά προβλήματα ηχητικής ισορροπίας, αποτέλεσε την καλύτερη στιγμή της βραδιάς, κάνοντάς μας να αναμένουμε από τώρα κιόλας, την επόμενη δουλειά του και την επόμενη εμφάνισή του στην χώρα μας.
Η ώρα είχε φτάσει ήδη μία το πρωί και αρκετός κόσμος αποφάσισε να αποχωρήσει μετά την εμφάνιση του Thurston Moore, χάνοντας με αυτόν τον τρόπο την πολύ καλή εμφάνιση του Ben Frost. Ο Αυστραλός συνθέτης και παραγωγός Ben Frost κυκλοφορεί τις experimental noise industrial ηλεκτρονικές του συνθέσεις από το 2001, κυρίως σε self releases ή μέσω της Bedroom Community, label με έδρα την Ισλανδία, στην οποία κατοικεί μόνιμα τα τελευταία χρόνια.
Η αναγνωρισιμότητά του Frost εκτινάχθηκε στα ύψη όταν το 2014 κυκλοφόρησε στην Mute το εξαιρετικό album "A U R O R A" (διαβάστε την κριτική μας), το οποίο κυριαρχείται από ατμοσφαιρικούς ήχους οι οποίοι συνοδεύονται από σκοτεινά industrial στοιχεία, ενώ στις 29 Σεπτεμβρίου κυκλοφόρησε το νέο του album με τίτλο "The Center Cannot Hold", σε παραγωγή Steve Albini.
Εκτός από το τραπέζι που περιελάμβανε τον ηλεκτρονικό εξοπλισμό του Frost και τους ενισχυτές και την κιθάρα του, πίσω του στήθηκε μία διαφανής επιφάνεια, η οποία λειτουργούσε ως αντανακλαστήρας για τα φώτα της συναυλίας, συνθέτοντας με αυτόν τον τρόπο ένα πολύ όμορφο σκηνικό για την μουσική του Ben Frost. Τα κομμάτια που επέλεξε να μας παρουσιάσει προέρχονται κυρίως από την νεότερη κυκλοφορία του και θεωρώ είναι πιο αφαιρετικά από το υλικό που υπήρχε στο "A U R O R A".
Οι προσεγμένοι ambient ήχοι του δένουν πολύ καλά με τα industrial και IDM ρυθμικά στοιχεία, συνθέτοντας κομμάτια τα οποία προτρέπουν τον ακροατή να τα χορέψει, αλλά πάντοτε μοιάζουν να τον κρατάνε εσκεμμένα σε μία εγρήγορση για το τι θα ακολουθήσει στη συνέχεια. Ο Frost φάνηκε να αντιμετωπίζει κάποια θέματα με τον ενισχυτή της κιθάρας του, την οποία εγκατέλειψε μετά από κάποιο σημείο, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε τελικά να αφοσιωθεί στη μουσική του και να μας προσφέρει ένα δυνατό ηλεκτρονικό set διάρκειας εβδομήντα λεπτών. Tο set ολοκληρώθηκε στις 2:30 σηματοδοτώντας το κλείσιμο του Fraternity Of Sound Festival.
Μετά από έναν μουσικό μαραθώνιο τεσσάρων ημερών ήμασταν αρκετά κουρασμένοι, αλλά και απόλυτα ικανοποιημένοι από τα είκοσι σχήματα που παρακολουθήσαμε ανάμεσα στις 26 και τις 29 Οκτωβρίου, σε ένα φεστιβάλ το οποίο θεωρούμε ότι έθεσε υψηλά ποιοτικά standards και πραγματικά ελπίζουμε να καθιερωθεί και να συνεχίζει να μας προσφέρει ενδιαφέροντα και ουσιαστικά ονόματα καλλιτεχνών.
*Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε για μια ακόμα φορά ιδιαίτερα τις διοργανώτριες εταιρίες για την δυνατότητα να καλύψουμε επίσημα το Fraternity Of Sound 2017 και να αποτελέσουμε έναν εκ των χορηγών επικοινωνίας του.
Production: 3 Shades Of Black, 3P Lab
Venue: Fuzz Live Music Club
Photos by Valentina Vagena
Date: 29.10.2017