Drab Majesty - Live @ Temple, Athens
Το Σάββατο 6 Ιανουαρίου βρεθήκαμε και πάλι στο αθηναϊκό Temple, προκειμένου να παρακολουθήσουμε ένα από τα πρώτα live της χρονιάς που ξεκίνησε και το οποίο είχε όλο το δυναμικό για να βρεθεί μέσα στα live της χρονιάς όταν αυτή θα έλθει στο τέλος της.
Οι Drab Majesty δεν είναι πλέον καθόλου ξένοι στην πόλη μας. Κατοικούν από τον Νοέμβριο που μας πέρασε προσωρινά (;) στην Αθήνα. Αλλά δεν είναι ξένοι ούτε και στο ντόπιο συναυλιακό κοινό. Αυτή ήταν η δεύτερη φορά που "κουμπώνουν" τις κιθάρες και τα synths τους στους ενισχυτές και την κονσόλα αθηναϊκής σκηνής. Η πρώτη φορά που τους είδαμε ήταν στο Death Disco με εναρκτήριο act Vercetti Technicolor και ήταν μια βραδιά που μας είχε αφήσει με τις καλύτερες εντυπώσεις.
Έτσι, όταν ανακοινώθηκε το φετινό τους live, ναι μεν γνωρίζαμε τι πρόκειται να παρακολουθήσουμε, από την άλλη ήμασταν τόσο βέβαιοι για την ποιότητα της βραδιάς που η παρουσία μας εκεί ήταν κάτι που δεν σκεφτήκαμε δεύτερη φορά.
Dead Gum
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Αποψινή επιλογή της παραγωγής ως opening act ήταν ο Dead Gum, κατά κόσμο Παναγιώτης Σπούλος. Ο Σπούλος, ο οποίος έχει συμμετάσχει σε διάφορα σχήματα, όπως οι Wham Jah, ως Dead Gum εμφανίζεται στην σκηνή μόνος, παρέα με την κιθάρα του, τα pedal effects του και μια σειρά από προηχογραφημένα μέρη.
Φορώντας συνεχώς τα γυαλιά ηλίου του και το δερμάτινο jacket του, μας παρουσίασε το set του, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου μου φάνηκε εξαιρετικά ενδιαφέρον.
To project του Dead Gum έχει εξελίξει έναν ιδιαίτερο, προσωπικό ήχο τον οποίο θα χαρακτήριζα ως haunted metal, με παραμορφωμένα στο έπακρο φωνητικά, pre-recorded parts με σκληρές κιθάρες και distorted drums που μοιάζουν να έχουν γραφτεί όπως όπως σε κάποιο καταγώγι με το δέρμα στα toms του φτηνού drum kit έτοιμο να σπάσει. O πειραματισμός του Dead Gum με παρέπεμψε πολλές φορές στην avant- garde metal ή ακόμα και στο death ’n’ roll, δίχως όμως να μπορώ να τον εντάξω πλήρως σε κανένα από τα δύο είδη, κάτι που κάνει το project ακόμα πιο ενδιαφέρον.
Προς το τέλος επέλεξε να παρουσιάσει συνθέσεις που κολυμπούσαν στα πιο ασφαλή (και προσφιλή) νερά του industrial post-punk, κάτι που θα μπορούσε κατά τη γνώμη μου ολότελα να λείπει από το set του. Ένα από τα πράγματα που πιστεύω πως θα πρέπει να επανεξετάσει είναι το πως δένουν τα live effects που χρησιμοποιεί για την κιθάρα του με τα προηχογραφημένα μέρη, μιας και αυτά τα πρώτα αφήνουν τον ήχο της κιθάρας αρκετά “γυμνό” και αταίριαστα μελωδικό, κάτι που ειδικά στα κλεισίματα των τραγουδιών δημιουργεί μια αντίφαση που δεν λειτουργεί προς όφελος της ατμόσφαιρας.
Drab Majesty
Μεσολάβηση κάποιας καθυστέρησης, ένα σχετικά μικρό αλλά ικανοποιητικό πλήθος έχει συγκεντρωθεί και στην σκηνή ανεβαίνει το main act από το Los Angeles.
Κατ’ αρχάς να αποδώσω τα εύσημα στην μπάντα για τις στιλιστικές / ενδυματολογικές επιλογές της βραδιάς. Τα δύο μέλη της επέλεξαν να εμφανιστούν ντυμένα με πανομοιότυπα λευκά ρούχα, λευκό μακιγιάζ και λευκές περούκες. Η παρουσία τους παρέπεμπε σε αρχετυπικές μουσικές περσόνες αλλά και γενικότερα pop culture φιγούρες, από τον Elvis Prestley και την Marilyn Monroe, ως τον Alan Vega και τους Kraftwerk. Πιθανόν η επιλογή του λευκού χρώματος να είχε να κάνει και με την πρόσφατη αγάπη τους για τα αρχαιοελληνικά και ρωμαϊκά αγάλματα (να θυμίσουμε το πρόσφατο video clip για το τραγούδι Not Just a Name, στο οποίο οι Drab Majesty παίζουν ντυμένοι με λευκούς μανδύες και περιστοιχισμένοι από αγάλματα) ή ίσως σχετίζεται με την παλαιότερη και πολλάκις δηλωμένη αγάπη τους για συγκεκριμένες λευκές ναρκωτικές ουσίες.
Όπως και να έχει, οι πάλλευκες ενδυμασίες τους αντανακλούσαν πάνω τους τους προβολείς, αναδεικνύοντας με τον καλύτερο τρόπο την εξαιρετική δουλειά που είχε γίνει με τον φωτισμό της σκηνής και δημιουργώντας μιαν ατμόσφαιρα που έμοιαζε να έχει βγει από Lynch-ικό σκηνικό. Εύκολα μπορούσα να τους φανταστώ να κατεβαίνουν από την σκηνή του night club της πρόσφατης σεζόν του Twin Peaks.
Γενικά, οι Drab Majesty επενδύουν πολλά στον τρόπο που παρουσιάζονται ζωντανά, κάτι που κατά την γνώμη μου φανερώνει σεβασμό τόσο απέναντι στις συνθέσεις της ίδιας της μπάντας όσο και απέναντι στο κοινό που έρχεται για να την ακούσει και που πάντα εκτιμώ καθώς είναι ένα από τα στοιχεία που μετατρέπουν ένα live σε εμπειρία. Μακάρι περισσότερες μπάντες να έπαιρναν τόσο σοβαρά τον τρόπο που παρουσιάζουν την δουλειά τους στις συναυλίες τους.
Σε ότι αφορά τον ήχο των Drab Majesty, τεχνικά είναι αψεγάδιαστος. Ως σύνολο, τα πάντα υπάρχουν σε πλήρη αρμονία το ένα με το άλλο θυμίζοντας μας τα υπέροχα ηχητικά τείχη των Cocteau Twins. Όσον αφορά τα επιμέρους στοιχεία, είναι εμφανές ότι ο ήχος τους έχει δουλευτεί εξαντλητικά προκειμένου να επιτευχθεί ένα αποτέλεσμα που να ανταποκρίνεται πλήρως στην αισθητική τους.
Η φωνή του/της Deb Demure, όπως ονομάζεται η ανδρόγυνη, άφυλη φιγούρα που ο Andrew Clinco έχει δημιουργήσει ως alter ego του και παρουσιάζεται ως frontman/frontwoman των Drab Majesty, βαθιά και επιβλητική, ζεστή αλλά και απόμακρη ταιριάζει απόλυτα με τους σκοτεινούς, τραγικούς στίχους των Drab Majesty.
Ο ήχος στην κιθάρα του/της Deb, στον οποίο έχει καταλήξει μέσα από πειραματισμούς με πολλά pedal effects, όπως είναι φανερό από το set up που είδαμε και στις δύο live εμφανίσεις τους στην πόλη μας, θυμίζει early Cure, Echo and the Bunnymen και αρχετυπικά 80s. To στιλιστικό παίξιμο του/της Deb είναι arpeggio hand picking, περασμένο μέσα από τις παραμορφώσεις chorus effects.
Το drum machine σκάει στα αυτιά μας με την ορμή κύματος σε ερημική παραλία. Τα synths, μολονότι θυμίζουν φτηνά synthesizers της δεκαετίας του 80, είναι ταυτόχρονα γεμάτα, ζεστά και μεστά, διατηρώντας όλη την retro χάρη των πλήκτρων εκείνης της εποχής, δίχως όμως την παράφωνη τσιρίδα που κάποιες φορές τα χαρακτήριζε.
Το ενδιαφέρον με τις συνθέσεις των Drab Majesty είναι ότι ενώ παραπέμπουν στο cold wave και στο goth, την ίδια στιγμή, ενσωματώνοντας στοιχεία από το shoegaze και το new wave, είναι στην πραγματικότητα pop τραγούδια με όλη την αισιοδοξία και το ανεβαστικό συναίσθημα της pop μουσικής. Αγαπούν το reverb και το χρησιμοποιούν στο έπακρο προκειμένου να δημιουργήσουν ατμόσφαιρες, την ίδια στιγμή όμως παραμένουν πιστοί στην παράδοση της τραγουδοποιίας των singer/songwriters, υπό την έννοια ότι τα τραγούδια τους έχουν συνοχή, φόρμα και αισθαντικότητα.
Ως συγκρότημα από την άλλη, χάρη στα ευφορικά αλλά ταυτόχρονα σκοτεινά μοτίβα τους, θα μπορούσαμε να τους χαρακτηρίσουμε ως το gothic alter ego των Μ83 στις αρχές της πορείας τους. Παράλληλα, έχουν έναν επικό, retro χαρακτήρα που θυμίζει soundtracks ταινιών όπως το Blade Runner. Το μόνο μειονέκτημα που μπορώ να τους αποδώσω είναι κάποια διστακτικότητα στο κλείσιμο των τραγουδιών, η οποία μολονότι δεν ηχεί άσχημα, είναι το μόνο σημείο που δείχνει κάποια προχειρότητα εκ μέρους της μπάντας και η οποία δεν ταιριάζει σε ένα συγκρότημα που φαίνεται να δουλεύει τόσο σωστά.
Ένα εξαιρετικό, ατμοσφαιρικό live, για λίγους και εκλεκτικούς ακροατές μουσικής, λίγο πριν οι Drab Majesty αφήσουν την χώρα μας για να ξεκινήσουν την ευρωπαϊκή περιοδεία τους ντυμένοι σε ρετρό πρισματικό λευκό ως αντίθεση στο μαύρο της goth. Εξακολουθούν όμως να κρύβουν τα βλέμματα τους πίσω από μαύρα γυαλιά ως γνήσια πλάσματα της νύχτας.
