The Wedding Present - Live @ Temple, Athens
Ήταν 1986 όταν η Αγγλία έπαιζε ενάντια στην Αργεντινή στους ημιτελικούς του Fifa World Cup, σε ένα κλίμα ιδιαίτερα φορτισμένο καθώς είχαν περάσει μόλις τέσσερα χρόνια από τον πόλεμο των Falklands. Η Margaret Thatcher βρισκόταν στην δεύτερη θητεία της με το συντηρητικό κόμμα και τα Peel Sessions παρουσίαζαν άλλη μια μπάντα από το Leeds, τους The Wedding Present. Έναν χρόνο αργότερα, οι Smiths θα διαλύονταν και οι The Wedding Present θα κυκλοφορούσαν το πρώτο τους album “George Best” , το οποίο πήρε το όνομά του από τον εμβληματικό ποδοσφαιριστή της Manchester United.
Ήταν τα χρόνια που το να είσαι επαρχιώτης, μέλος της εργατικής τάξης, ποδοσφαιρικός οπαδός και ταυτόχρονα φοιτητής Σχολής Καλών Τεχνών, ερωτικά απογοητευμένος και ρομαντικός ήταν φυσιολογικό, ενώ το να είσαι indie kid ήταν υποχρεωτικό αν ήθελες να θεωρείσαι cool kid. Γεννημένοι μέσα από τις στάχτες των Lost Pandas, της προηγούμενης μπάντας του David Gedge, τραγουδιστή, κιθαρίστα και μοναδικού σταθερού μέλους του συγκροτήματος από την δημιουργία του ως και σήμερα, οι The Wedding Present ευελπιστούσαν να καλύψουν το κενό που άφηνε η διάλυση του θρυλικού συγκροτήματος του Morrissey στην indie μουσική κοινότητα. Με την τραχιά, ανεπεξέργαστη φωνή του Gedge, τις γρήγορες κιθάρες και τους απλοϊκούς στίχους τους που διαπραγματεύονταν θέματα που θα μπορούσαν να εντάσσονται στην καθημερινότητα του οποιουδήποτε βρεττανού νέου στα 80s και που είχαν να κάνουν κυρίως με προσωπικές απογοητεύσεις και ματαιώσεις, οι The Wedding Present ήταν κομμάτι της indie σκηνής που χτιζόταν πάνω στα απομεινάρια του punk που τώρα πια κατέρρεε στην Βρεττανία. Και μπορεί αυτή η indie σκηνή να είχε πολλές διάφορες από το punk της προηγούμενης δεκαετίας, ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω και πολλά άλλα που δεν μας φτάνει ο χώρος να αναφέρουμε εδώ, κατανοούμε ότι είχε και άλλα τόσα κοινά μαζί της, τόσα που να την καθιστούσαν φυσικό συνεχιστή της, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια, όσο βρισκόταν ακόμα υπό διαμόρφωση.
Οι indie bands ήταν τα παιδιά που ήταν πολύ ευαίσθητα για να είναι punk, ήταν όμως και τα παιδιά που όπως οι punks προγονοί τους απέρριπταν την κυρίαρχη κουλτούρα που στα 80s σε ότι αφορούσε την μουσική είχε να κάνει κυρίως με την disco και το glamour. Oι εκπρόσωποι της indie σκηνής ήταν πολύ επαναστάτες για να είναι disco και πολύ ελιτιστές για να είναι punk. Οι The Wedding Present ήταν μία από αυτές τις μπάντες που είχαν τα πόδια τους και στις δύο βάρκες περισσότερο από άλλες. Ναι, ήταν σίγουρα pop, όμως οι κιθάρες τους ήταν πιο ταχείς και αιχμηρές, τα κομμάτια τους πιο σύντομα σε διάρκεια και ακατέργαστα, η φωνή του Gedge θα μπορούσε να είναι η φωνή οποιουδήποτε Βρεττανού νεαρού εργάτη από τον Βορρά που τα βράδια πίνει pints στην τοπική pub.
Τριάντα χρόνια μετά την κυκλοφορία του “George Best” το punk παραμένει πάντα ισχυρό ως μουσικό genre αλλά έχει υποστεί άπειρες μεταλλάξεις όσον αφορά τις κοινωνικές και πολιτικές του προεκτάσεις, αποτέλεσμα των οικονομικών και πολιτικοκοινωνικών εξελίξεων που έχουν σαρώσει Ευρώπη και Αμερική τα τελευταία χρόνια ενώ η british indie pop και twee σκηνή έχουν κάνει τον κύκλο τους, ο οποίος για την ώρα φαίνεται να παραμένει εξελικτικά κλειστός, ίσως για να ανοίξει ξανά σε κάποια αναβίωση. Το ερώτημα λοιπόν που μας βασανίζει καθώς φτάνουμε στο Temple Athens είναι κατά πόσον το να περιοδεύει μια μπάντα γιορτάζοντας την επέτειο ενός δίσκου που ανήκει στο brittish indie έχει κάτι να πει στην μουσική σκηνή του σήμερα.
Το ερώτημα αυτό σχεδόν απαντάται από την αρχή. Φτάνουμε στον χώρο αρκετά νωρίς ώστε να γίνουμε μάρτυρες της σκηνής όπου ένας κύριος, από τους πρώτους που έχουν καταφθάσει στον συναυλιακό χώρο, πλησιάζει τον Gedge και του ζητά να υπογράψει κόπια allbum των The Wedding Present, ενώ αμέσως μετά προτάσσει προς το μέρος του τραγουδιστή φωτογραφίες όπου οι δυο τους απεικονίζονται μαζί πριν σε συναυλία της μπάντας από τριάντα χρόνια! Γύρω στην μία ώρα μετά, το κοινό έχει γεμίσει τον χώρο, ο David έχει ξεπεράσει την έκπληξη του να βρίσκεται αντιμέτωπος με την απεικόνιση του νεαρού του εαυτού και ανεβαίνει στην σκηνή παρέα με τα υπόλοιπα, ακόμη νεαρά μέλη της μπάντας. Το live ξεκινά με το Once More από το ένα από τα πρώτα singles που κυκλοφόρησε το συγκρότημα στην ανεξάρτητη εταιρία που το ίδιο είχε δημιουργήσει, την Reception.
Σειρά παίρνει το Yeah Yeah Yeah Yeah Yeah από το "Watusi" και αρχίζουμε να υποψιαζόμαστε ότι θα γίνουμε μάρτυρες μιας all-of-the-hits, crowd pleasing βραδιάς. Mόλις τρίτο παίζουν ένα κομμάτι από το νέο τους album, το “Going, Going…” και πρόκειται για το Two Bridges ένα από τα καλύτερα κομμάτια στον δίσκο. O ήχος κινείται λίγο περισσότερο προς την πλευρά του rock παραμένοντας όμως σίγουρα εντός των ορίων αυτού που μάθαμε ως trademark βρεττανικό indie pop -rock αποδεικνύοντας την κατεύθυνση που έχει πάρει η μπάντα όλα αυτά τα τριάντα χρόνια. Και αυτή η κατεύθυνση είναι…. Λοιπόν, είναι ακριβώς η ίδια που είχε και όταν ξεκίνησε, μόνο που τώρα έχουν προστεθεί και κάποια post-rock ή και classic rock στοιχεία.
Οι The Wedding Present παίζουν μια σειρά τραγουδιών από διάφορα albums, με τα “George Best” και “Bizarro” να επικρατούν. Η παρουσία του Gedge θυμίζει πάντα τον Μoz. Πρόκειται για έναν frontman που καθώς εναλλάσσει τις δύο κιθάρες του και κινείται αγέρωχα στην σκηνή μπορεί κανείς να δει ότι ο χρόνος του έχει φερθεί ευγενικά. Όμως πρόκειται πλέον για έναν ώριμο άνδρα που συνεχίζει να μιλά για ρομαντικές απογοητεύσεις με μια φωνή που έχει αναπόφευκτα σπάσει και που η στιγμή που θα μπορούσε να έχει γίνει pop star, το momentum, έχει αναπόφευκτα για εκείνον χαθεί.
Οι κιθάρες των The Wedding Present δεν θα απογοητεύσουν τους fans τους που έχουν συγκεντρωθεί για αυτούς και απόψε, τεχνικά είναι μια μπάντα καλή, σταθερή και με ήχο γεμάτο, παρά τις λίγες στιγμές που το χάνουν κάπως. Ο Gedge μετά τα τόσα χρόνια που ανεβαίνει στην σκηνή ξέρει πως να επικοινωνεί με το κοινό και ο τρόπος που το κάνει είναι αυτός που ταιριάζει στους The Wedding Present: παρεΐστικος, σαν να βρίσκεται με φίλους από παλιά και μιλάνε για τις σειρές που παρακολουθούν στην τηλεόραση ή για κάτι που έμαθαν για μια χώρα στην οποία πήγαν διακοπές.
Εν κατακλείδι, επρόκειτο για μια ευχάριστη βραδιά, με συμπαθητική μουσική, ικανή να ξεσηκώσει τους νοσταλγούς των early 90s και όσους ήθελαν να ξαναζήσουν μια περίοδο που αισθητικά αυτή τη στιγμή δείχνει να έχει περάσει. Δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν μια βραδιά που είχε και πολλά να πει στον μουσικό ακροατή του σήμερα, εφόσον αυτός δεν αποτελεί μέρος μιας εξειδικευμένης retro σκηνής.
Σίγουρα όμως, το να συγκεντρώνεις τριάντα χρόνια μετά πλήθος σε μια μικρή χώρα του νότου, στην οποία στην δεκαετία του 80 ελάχιστοι ήταν εκείνοι που ενημερώνονταν για τα μουσικά τεκταινόμενα στην Γηραιά Αλβιώνα και να έχεις fans που φυλάσσουν τις φωτογραφίες τους με εσένα για τα αντίστοιχα χρόνια σαν θησαυρό είναι αναμφισβήτητα επιτυχία για μια μπάντα. Σημαίνει ότι ακόμα και σε μια μικρή μερίδα του μουσικού κοινού έχεις αφήσει ανεξίτηλο το σημάδι σου, ότι έχεις καταφέρει να ενθουσιάσεις και να συγκινήσεις. Ίσως δεν έχει σημασία αν αυτό το σημάδι θα χαθεί μαζί με αυτήν την γενιά ή αν παρέμεινες για πάντα ταγμένος σε ένα πολύ συγκεκριμένο μουσικό είδος.
Και χαιρόμαστε ιδιαίτερα που υπάρχουν χώροι όπως το Temple που δεν δείχνουν να τους τρομάζει η πολυσυλλεκτικότητα, και τολμούν να φιλοξενούν μπάντες από μια ευρεία γκάμα μουσικών genres και σίγουρα ενθουσιαζόμαστε που στην Αθήνα πλέον στήνονται συναυλίες και events που απευθύνονται στις λάτρεις της μουσικής όλων των ειδών.
Setlist
1.Once More
2.Yeah Yeah Yeah Yeah Yeah ( Watusi)
3.Two Bridges ( Going, Going…)
4.Don’t talk, Just kiss (Bizarro)
5.A million miles (George Best)
6. Shatner (George Best)
7. The Girl from the DDR (Valentina)
8. No (Bizarro)
9. Corduroy (Seamonsters)
10. Deer caught in the headlights (Valentina)
11. My favourite dress (George Best)
12. Anyone can make a mistake (George Best)
13. Give my love to Kenny (George Best)
14. Love Slave (single)
15 Too much apple pie ( Bizarro)
16. Rachel (Going, Going…)
17. Flying Saucer
18. Bewitched (Bizarro)