Primavera Sound 2016, Barcelona (Part 1)
Κάθε καλοκαίρι η Ευρώπη είναι ο απόλυτος μουσικός παιδότοπος. Πάρα πολλά τα φεστιβάλ και δύσκολη η επιλογή. Το Primavera Sound είναι πάντα μία από τις πιθανές επιλογές. Το ClockSound ήταν εκεί το 2013 και το 2014. Το 2015 απέχαμε, θέλοντας να επισκεφτούμε, αυτό που λέμε μεταξύ μας, κανονικά φεστιβάλ. Εννοώντας διοργανώσεις στη μέση του πουθενά, camping για 4 ημέρες και πιθανώς αντίξοες συνθήκες.
Γιατί όμως επιλέξαμε το Primavera φέτος;
1) Μετά την ταλαιπωρία του περσινού Pukkelpop (διαβάστε τι εννοούμε εδώ), υπήρχε η ανάγκη για κάτι εύκολο και ξεκούραστο. Και το Primavera είναι ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΑ το πιο ξεκούραστο φεστιβάλ, συγκρίνοντας με άλλα που έχουμε επισκεφτεί όπως Rock Werchter, Download, SouthSide, Hellfest, Best Kept Secret, Pukkelpop, Coachella και πολλά ακόμη. Το κοινό (παρά)είναι ήσυχο, ενώ κάθε βράδυ βρίσκεται κανείς σε δωμάτιο. Και όχι σε σκηνή με 20άχρονους απ’ έξω οι οποίοι δεν σταματούν να φωνάζουν ποτέ με το ecstasy που κατέβασαν το ίδιο πρωί (αυτό ακριβώς είναι ένα μέσο φεστιβάλ βόρειας Ευρώπης).
2) Για το lineup του. Ο τέλειος συνδυασμός μεγάλων ονομάτων και άλλων μικρών και σχετικά άγνωστων. Είναι αδύνατο να φύγει κανείς από το φεστιβάλ αυτό και να μην έχει ανακαλύψει έστω μία νέα πολύ καλή μπάντα. Πολύ προσεκτική η επιλογή από την πλευρά των διοργανωτών και αρκετά διαμάντια ακόμη και στις πολύ μικρές σκηνές.
Το φεστιβάλ κάθε χρόνο μεγαλώνει. Έτσι και φέτος μεγάλωσε και ο χώρος, με extra το Beach Club. Βρισκόταν στην άλλη άκρη του Forum (αντίθετα από τις main stages) και αποτελούσε ένα τέλειο χώρο για να ξεκουραστεί κανείς στο γρασίδι, δίπλα στη θάλασσα και κάτω από φοίνικες. Πολύ καλή μουσική από djs και φυσικά άφθονο ρούμι με κόλα. Ο καιρός ήταν πολύ καλός, συνθέτοντας το τέλειο σκηνικό για να απολαύσει κανείς τον βασικό λόγο της επίσκεψής του εκεί. Την μουσική...
Αυτές λοιπόν είναι οι εντυπώσεις μας από κάποια acts που παρακολουθήσαμε μέσα στο τριήμερο.
Algiers
Η πρώτη μπάντα που είδαμε ήταν το τρίο από τη Νέα Υόρκη σε μία εκ των δύο βασικών stages του φεστιβάλ (Heineken Stage). Πιστοί στην ατμόσφαιρα που μας παραδίδουν και στο άλμπουμ τους, απέδωσαν ένα χαοτικό ανά διαστήματα μείγμα rock και ηλεκτρονικής μουσικής. Ο τραγουδιστής Franklin James Fisher είχε πολύ ενέργεια επί σκηνής και τραγουδούσε με περίσσιο πάθος και δύναμη. Η απόδοσή τους ήταν τέλεια αλλά ήταν αδύνατο να μας απορροφήσουν. Και οι λόγοι ήταν προφανείς. Ο ανοιχτός μεγάλος χώρος και ειδικότερα ο έντονος ήλιος από πάνω τους δεν ταιριάζει καθόλου στο soul σκοτάδι που αναδύει η μουσική τους. Απέδειξαν όμως οτι όταν τους δούμε σε κάποιο κλειστό χώρο, θα μας εντυπωσιάσουν. Αυτό θα κάνουμε λοιπόν στο μέλλον...
The James Hunter Six
Στη συνέχεια άρχισαν τα lineup conflicts. James Hunter ή Car Seat Headrest? Ο δεύτερος κυκλοφόρησε πρόσφατα ένα πολύ καλό δίσκο. Προτιμήσαμε όμως τον πρώτο, όντας πιστοί σε αυτά που έχει να μας προσφέρει η Daptones Records. Δικαιωθήκαμε τελικά, με τον James Hunter να κάνει ένα από τα πιο διασκεδαστικά live του φεστιβάλ. Με το χαμόγελο να μην φεύγει από το πρόσωπό του, ευχαριστιόταν την κάθε στιγμή που ήταν πάνω στη σκηνή. Καταπληκτική φωνή, που θυμίζει συνδυασμό από Ray Charles με Tom Jones, και το ύφος της κιθάρας των 70s που μας αρέσει. Το επίπεδο της μπάντας του ήταν πολύ ανεβασμένο (όπως όλοι οι μουσικοί της Daptones), ενώ ειδική μνεία πρέπει να γίνει στους δύο σαξοφωνίστες. Ο απόλυτος συνδυασμός παικτών, με fusion jazz (ο πρώτος) και funk rock (ο δεύτερος). Έπαιξαν σχεδόν μία ώρα κατά τη διάρκεια της οποίας δεν σταματήσαμε να χορεύουμε.
Air
Οι Γάλλοι Air μας είχαν κάνει φυσικά πολύ μεγάλη εντύπωση με κυκλοφορίες όπως Moon Safari, Virgin Suicides και 10 000 Hz Legend. Από τότε όμως πάνε 15 χρόνια και η μουσική τους πλέον δεν έχει θέση στα ακούσματά μας. Πήγαμε να τους δούμε για την ιστορία αλλά μετά από 15 λεπτά βαρεθήκαμε θανάσιμα και πήγαμε για κάτι πολύ πιο ενδιαφέρον. Μπίρες και άραγμα.
LCD Soundsystem
Πέντε χρόνια μετά το «μακρύ αντίο» τους, οι LCD Soundsystem επέστρεψαν για καλή μας τύχη. Είναι ίσως το κυριότερο όνομα που θέλαμε να δούμε στο φεστιβάλ. Για το λόγο αυτό κατευθυνθήκαμε από σχετικά νωρίς στην Heineken stage με σκοπό να πιάσουμε μια καλή θέση. Το οποίο όμως ήταν τελικά αδύνατο αφού όλο το φεστιβάλ έκανε αυτό (εκτός από τον YZ ο οποίος τρύπωσε τελικά μπροστά). Ήταν η μπάντα που είχε τον πιο πολύ κόσμο, ακόμα και σε σχέση με τους Radiohead ή την PJ Harvey. Στις 1:10 τα φώτα κλείνουν, μια τεράστια disco ball φωτίζεται στη σκηνή και οι LCD αρχίζουν το πάρτι. US v Them και το Primavera στον αέρα. Μία σφιχτοδεμένη μπάντα, οδηγούμενη από τον μαέστρο της James Murphy, η οποία με περίσσια ενέργεια μας παρέδωσε όλα τα μεγάλα κομμάτια που θέλαμε (με μοναδική προσωπική έλλειψη το American Scum). Daft Punk Is Playing At My House, You Wanted A Hit, Tribulations, Losing My Edge, Dance Yrself Clean και πολλά ακόμα δεν επέτρεψαν σε κανέναν από εμάς να μείνει ακίνητος. Μέχρι το τέλος, με ένα από τα καλύτερα κομμάτια των 00s, το All My Friends!
Thee Oh Sees
Το Late night show των Thee Oh Sees (στις 1:50) ήταν ιδανικό για το κλείσιμο της πρώτης μέρας, όσον αφορά το rock μέρος του φεστιβάλ. Ένα κλείσιμο εκρυκτικό. Οι Thee Oh Sees ήταν ακριβώς όπως τους ξέρουμε. Ο John Dwyer με την κιθάρα στο λαιμό και το κλασικό σορτσάκι να βρίσκεται σε κατάσταση ημίτρελου και να μας προσφέρει αυθεντικό βρόμικο ροκ. Η μπάντα συνεχίζει μα κάνει live με δύο drummer (όπως τους είχαμε δεί ένα χρόνο πριν στην Ουτρέχτη). Τέλεια απόδοση της μουσικής, αλλά δυστυχώς ο ήχος δεν ήταν σωστός, με αποτέλεσμα να μην ακούμε καθόλου τη φωνή του Dwyer. Το γεγονός δεν μας απέτρεψε από το να διασκεδάσουμε και να ευχαριστηθούμε αυτή τη μεγάλη μπάντα. Αλλά δεν θα συγκαταλέξουμε το live αυτό στις αγαπημένες μας Thee Oh Sees συναυλίες, αποκλειστικά και μόνο λόγω του ήχου.
White Fence
Δεύτερη μέρα του Primavera και ο πρώτος καλλιτέχνης που είδαμε ήταν ο White Fence. Εκ της αγαπημένης καλιφορνέζικης οικογένειας του Ty Segall, η μπάντα μάζεψε αρκετά κόσμο, και ας ήταν ακόμα νωρίς. Ο ίδιος ο Tim Presley με βλέμα χαμένο από τα ναρκωτικά κατάφερε να μας εντυπωσιάσει κυρίως με τα παλιομοδίτικα κιθαριστικά του μέρη. Κατά τη διάρκεια των solo, όπου δεν χρειαζόταν να τραγουδίσει, ξαφνικά ανέβαζε την ενέργειά του κατακόρυφα, ενώ η μπάντα τον συνόδευε πολύ δυναμικά. Μας άρεσε η συχνή εναλλαγή ρόλων μεταξύ δύο μελών του γκρουπ στα drums και στην κιθάρα. Συνολικά ήταν ένα πολύ ποιοτικό live που θα ξαναβλέπαμε στο μέλλο άνετα.
Titus Andronicus
Η intellectual punk μπάντα από το New Jersey ανέβηκαν με δύναμη στη σκήνη και κράτησαν την ενέργεια πολύ ψηλά. Το κοινό ήταν κάπως νωχελικό αλλά όχι με ευθύνη των Titus. Προσωπικά δεν τρελένομαι με την μουσική τους, αλλά δεν βαρέθηκα, το οποίο φαντάζομαι είναι θετικό. Όλοι ξύπνησαν και άρχισαν να χορεύουν σαν τρελοί στη διασκευή του Blitzkrieg Bop των Ramones. Αλλά όπως είπε ένας φίλος, δεν χρειάζονταν κάτι τέτοιο. Αφενός τα πηγαίνανε καλά μέχρι τότε και, αφετέρου, μετά από ένα τέτοιο θρυλικό κομμάτι τα υπόλοιπα δικά τους φάνηκαν αδύναμα. Στο οποίο θα συμφωνήσω απόλυτα.
Savages
Όσοι ήταν στο περσινό Plissken Festival (εδώ η κριτική μας) ή έχουν δει τις Savages στο παρελθόν κάπου αλλού ξέρουν της τεράστια ενέργεια που παραδίδουν επί σκηνής. Το μεγάλο στοίχημα και ερωτηματικό ήταν αν θα μπορούσαν να την μεταδώσουν από μία τεράστια σκηνή, με χιλιάδες κόσμο από κάτω και υπό το φως της μέρας. Ε λοιπόν, τα κατάφεραν και με το παραπάνω! Η Jenny Beth είναι, κατα τη γνώμη μας, η άξια συνεχιστής του δρόμου που έδειξαν οι Iggy Pop ή η Patti Smith. Με λυσσασμένο ύφος και προτοφανή αποφασιστικότητα μαγνήτιζε όλα τα βλέματα, μην αφήνοντας κανένα περιθώριο σε κανένα να τολμήσει να φύγει ή ακόμα και να κοιτάξει αλλού. Η ίδια πέρασε το μισό live μέσα στο κοινό, με συνεχόμενα stage diving. Για μία σχεδόν ώρα όλο το Primavera ήταν αιχμάλωτο των τεσσάρων αυτών γυναικών, οι οποίες τίμησαν δεόντως το Adore Life με 7 κομμάτια, ενώ έκλεισαν με το κορυφαίο Fuckers. Πριν φύγουμε για την επόμενη σκηνή, κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον και πήραμε λίγο χρόνο για να συνειδητοποιήσουμε τι ήταν αυτό που μόλις είδαμε. Έγινα πιστός οπαδός τους μετά από αυτό...
Tame Impala
Η σκηνική παρουσία των Tame Impala θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με το ίδιο το επίθετο του ονόματός τους, “tame” ( που σημαίνει ήμερος). Σίγουρα δεν μιλάμε για άγριες καταστάσεις επί σκηνής. Δεδομένου της αρκετά μεγάλης απήχησης του τελευταίου τους δίσκου θα περίμενε κανείς μια συναυλία που θα μας ταρακουνήσει κυριολεκτικά. Παρόλα αυτά, είδαμε μια σοβαρή εκτέλεση των τραγουδιών τους. Ξεκίνησαν παίζοντας για πρώτη φορά ζωντανά το Nangs και συνέχισαν με το αγαπημένο όλων Let It Happen. Το setlist βασίστηκε σε επιλογές από την τελευταία τους δουλειά Currents και την προηγούμενη Lonerism. Ένα τεχνικό πρόβλημα στον ήχο τους έκοψε τη φόρα για περίπου 10 λεπτά στο Eventually, αλλά …τελικά κατάφεραν να επανέρθουν. Σίγουρα δεν θα ξεχάσουμε πώς χορεύαμε το δυνατό New Person Same Old Mistakes κάτω από την πολύχρωμη βροχή από κομφετί λίγο πριν αποχωρήσουν!