Lubomyr Melnyk - Live @ Parnassos Literary Society, Athens
Δεν είμαι κριτικός συνεχόμενης μουσικής, αν αυτή η ιδιότητα υπάρχει καν. Δεν είμαι καν κριτικός κλασικής μουσικής και - εδώ που τα λέμε εντελώς μεταξύ μας - δεν είμαι κριτικός κανενός είδους μουσικής, όπως όσοι από έσας διαβάζετε όσα γράφω εδώ θα έχετε σίγουρα καταλάβει. Oύτε και ξέρω και πως μπορεί να γίνει κάποιος. Απλά από κάποια πολύ καλή τύχη, βρέθηκα να γράφω στο ClockSound, να γνωρίσω υπέροχο κόσμο, να κάνω φίλους εξαιρετικούς ανθρώπους και να μοιράζομαι κάποιες σκέψεις μου για την μουσική με άλλους ανθρώπους με κοινά ενδιαφέροντα. Οφείλω να ομολογήσω ότι συχνά αναρωτιέμαι αν έχει νόημα να γράφει κανείς μια κριτική, πέρα από το να εκφράσει το θαυμασμό του για κάτι που άκουσε ή είδε, αλλά πριν παρακολουθήσω την συναυλία του Lubomyr Melnyk αναρωτιόμουν αν θα είχα καν κάτι, οτιδήποτε, να πω ως γνώμη σχετικά με την συναυλία. Είχα τρομοκρατηθεί. Σκέφτηκα να πάρω τηλέφωνο τον αρχισυντάκτη μας και να προφασιστώ ότι κάτι προέκυψε, αλλά μετά τον φαντάστηκα να λέει “πάμε δυνατά” με το γνωστό χαμόγελο αισιοδοξίας που αγαπώ και άλλαξα γνώμη.
Αποδείχτηκε ότι για μια φορά στη ζωή φέρθηκα έξυπνα. Αφενός γιατί θα υπήρχαν πολλά να γράψω. Αρκετά από αυτά λόγω του τρόπου που ο Melnyk στήνει τις συναυλίες του. Όσοι διαβάζετε, την υπομονή σας παρακαλώ και ευχαριστώ για το χρόνο σας. Αφετέρου γιατί αυτή η συναυλία ήταν ό,τι χρειαζόμουν.
Φτάνοντας στις εννιά στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσού, υπήρχε ήδη αρκετός κόσμος συγκεντρωμένος στην είσοδο. Αν αναρωτιέται κανείς ποιοι ενδιαφέρονται για την συνεχόμενη μουσική στην Αθήνα, κρίνοντας από την εικόνα μπροστά μου, θα έλεγα ένα ανομοιογενές πλήθος, τόσο ηλικιακά, όσο και αισθητικά, από όσο βέβαια μπορούμε να κρίνουμε ένα βιβλίο από το εξώφυλλο. Εγώ για παράδειγμα, ήμουν η μόνη ντυμένη λες και θα πήγαινα στην Rebound μετά. Αλλά πάλι, δεν πήγα.
Αναμφισβήτητα, πρόκειται για την συναυλία στην οποία ο καλλιτέχνης μίλησε περισσότερη ώρα από κάθε άλλη που έχω παρακολουθήσει. Συγκεκριμένα, μας μίλησε για 10 περίπου λεπτά στο πρώτο μέρος και για περίπου 20 λεπτά στο δεύτερο. Το γεγονός αυτό, είναι κατανοητό αν λάβουμε υπόψη ότι ο Melnyk παρουσιάζει στο κοινό ένα είδος μουσικής το οποίο δεν είναι γνωστό και συνεπώς, αισθάνεται την ανάγκη να το συστήσει και λεκτικά στον κόσμο πριν τον φέρει σε επαφή με το ίδιο το έργο.
Επίσης, οι μακροσκελείς λόγοι του Melnyk, λειτουργούν και σε σχέση με την συναυλιακή εμπειρία. Ο Melnyk είναι σαν ιερέας που κηρύττει ένα μουσικό είδος, το οποίο είναι για αυτόν θρησκεία. Παράλληλα, τα λόγια του και ο τρόπος που τα εκφέρει, παραπέμπουν σε ιερέα που έχει στόχο να απαλύνει τις ψυχές. Δεν είμαι θρησκευόμενο άτομο και δεν συμφωνώ με πολλά από αυτά που είπε ο Melnyk, ωστόσο, ένιωσα ότι τα λόγια του έρχονταν από ένα όμορφο μέρος, ένα μέρος που σκοπός της θρησκείας είναι να προσφέρει καταφύγιο σε αυτούς που την χρειάζονται. Αν μόνο έλειπαν από τις θρησκείες οι καταναγκασμοί.
Έτσι, ο Melnyk ξεκίνησε επανασυστήνοντας τον εαυτό του στο κοινό, λέγοντας ότι νιώθει ότι ουσιαστικά αυτή είναι η πρώτη του συναυλία στην Αθήνα. Υπενθυμίζουμε ότι είχε προηγηθεί η εμφάνισή του στην Αγγλικανική Εκκλησία του Αγίου Παύλου (διαβάστε την κριτική μας εδώ).
Όπως δήλωσε όμως ο καλλιτέχνης, το μέγεθος της αίθουσας ήταν τέτοιο που δεν του επέτρεψε να έρθει σε επαφή με μεγαλύτερο κοινό. Το πρώτο κομμάτι από τα τρία που έπαιξε συνολικά, δύο στο πρώτο μέρος και ένα στο δεύτερο, ήταν το Illirion, από το ομώνυμο album. Όπως μας είπε και ο ίδιος, σε μία εκδοχή αρκετά διαφορετική από την ηχογραφημένη. To πρώτο πράγμα που μου κάνει εντύπωση σχετικά με την continuous music, είναι ότι ενώ ο πιανίστας παίζει εξαιρετικά γρήγορα, δεν υπάρχει τίποτα το αγχωτικό. Το κομμάτι, αν και περιέχει μεγαλύτερο αριθμό από νότες από ότι ένα κομμάτι ίδιας χρονικής διάρκειας περιέχει συνήθως, δεν ακούγεται γρήγορο, αλλά εξαιρετικά γαλήνιο.
Αυτό συνειδητοποιώ ότι συμβαίνει λόγω του legato: οι νότες παίζονται “κολλημένες” η μία πάνω στην άλλη, δίχως να παρεμβάλλεται πάρα απειροελάχιστος χρόνος μεταξύ τους. Το πιάνο είναι ένα όργανο στο οποίο ο πιανίστας χτυπάει την νότα και μετά ένα σφυρί χτυπάει την χορδή, όμως τα δάχτυλα του Melnyk είναι όχι σαν να χτυπούν, αλλά σαν να γλιστρούν πάνω στο κλαβιέ του. Το legato στο πιάνο είναι μια ψευδαίσθηση, αφού δεν μπορεί να υπάρξει συνεχόμενος ήχος σε ένα όργανο που είναι εν μέρει κρουστό και ο Melnyk είναι ένας βασιλιάς των ψευδαισθήσεων όταν κάθεται μπροστά στο πιάνο. Ένας μάγος. Ή απλά ένας πιανίστας που έχει κατακτήσει την τεχνική του legato. Επιπλέον, ο ήχος που παράγει το πιάνο κάτω από τα χέρια του Melnyk είναι σχεδόν εξίσου έντονος σε όλη την διάρκεια των κομματιών. Τα δάχτυλα του Melnyk ασκούν την ίδια πίεση σε όλα τα πλήκτρα. Όλες οι νότες ακούγονται στην ίδια ένταση, σε απόλυτη αρμονία στο σύνολό τους, χωρίς καμία να ξεχωρίζει από μόνη της.
Εντύπωση μου προκαλεί το πόσο λιτά χρησιμοποιεί τα πετάλια του πιάνο ο Melnyk, τα οποία συχνά χρησιμοποιούν οι πιανίστες για να δώσουν την αίσθηση του συνεχόμενου ήχου. Όμως ο Melnyk δεν τα χρησιμοποιεί γιατί δεν τα έχει ανάγκη προκειμένου να δώσει την αίσθηση του συνεχόμενου, του legato. Τα δάχτυλά του έχουν κατακτήσει την τεχνική. Ο ίδιος μας πληροφορεί ότι τα κομμάτια του είναι αδύνατον να παιχτούν από άνθρωπο. Είναι αυταπόδεικτο ότι αυτό δεν ισχύει εφόσον ο ίδιος, παρ’ ότι άνθρωπος, τα εκτελεί. Είναι όμως πραγματικότητα, ότι προκειμένου να επιτύχει κανείς το legato στο πιάνο, απαιτείται τρομερή εξάσκηση, τεχνική και μυϊκός συντονισμός. Πέρα από αυτά, απαιτείται δια βίου αφοσίωση στην εκμάθηση της τεχνικής. Κάτι που ο Melnyk έχει κάνει: έχει αφιερώσει τον εαυτό του όχι στην μουσική, όχι στο πιάνο, αλλά σε μια συγκεκριμένη τεχνική παιξίματος του πιάνο.
Δεύτερο κομμάτι είναι το Butterfly, το οποίο ο Melnyk μας συστήνει σαν ένα σημείο συνάντησης της παραδοσιακής μουσικής με την συνεχόμενη μουσική. Αυτό είναι λόγω του ότι το κομμάτι αποτελείται από δύο μέρη, ένα το οποίο παραπέμπει στις κλασικές μουσικές φόρμες και ένα μέρος που είναι συνεχόμενη μουσική. Ο ίδιος θεωρεί ότι είναι ένα καλό κομμάτι από το οποίο μπορεί να αρχίσει κάποιος που θέλει να ασχοληθεί με την continuous music. Φαίνεται ότι αυτό είναι ένα από τα άγχη του Μelnyk, ότι αφού ο ίδιος σταματήσει να παίζει, δεν θα υπάρχει κάποιος να συνεχίσει το είδος που τόσο αγαπά.
Ο Μelnyk υποστηρίζει ότι η συνεχόμενη μουσική δεν βασίζεται τόσο στην μεταφορά συναισθημάτων στον ακροατή, όμως, ακούγοντας τα κομμάτια του ζωντανά, νιώθω πολλά συναισθήματα. Τα σκηνικά φώτα, τα οποία δεν είναι τα στατικά κίτρινα που έχουν συνηθίσει οι θεατές κλασικών συναυλιών, αλλά εναλλάσσονται μεταξύ μπλε και κόκκινου, βοηθούν στην δημιουργία ατμόσφαιρας. Η “πεταλούδα” μου φέρνει στο νου κάτι που έχει πει ο Melnyk σχετικά με το πως, όταν παίζει το πιάνο, νιώθει να μεταμορφώνεται σε αετό που πετάει και σκέφτομαι ότι ταυτόχρονα όμως, μοιάζει και με βράχο που στέκεται αιώνια στην μέση ενός ωκεανού από νότες, ατάραχος, παρά τα κύματα της μουσικής που τον χτυπούν.
Μετά το τέλος του Butterfly, o Melnyk ανακοινώνει ότι θα κάνει ένα διάλειμμα προτού περάσει στο δεύτερο και τελευταίο μέρος της συναυλίας, το οποίο θα αποτελείται από ένα και μόνο κομμάτι. Και όντως, μετά την επιστροφή μας στην αίθουσα, ο Melnyk προλογίζει για 20 λεπτά το Windmill, την σύνθεση που έκλεισε την συναυλία.
Το "Windmill” είναι ένα κομμάτι για τις αρχές της μηχανικής. Για να λειτουργήσει ο ανεμόμυλος χρειάζεται αέρα και όταν η ταχύτητα του αέρα είναι ιδανική, τότε είναι που λειτουργεί άριστα. Με τον ίδιο τρόπο, η συνεχόμενη μουσική βασίζεται στην μηχανική του ανθρώπινου σώματος και τον συντονισμό της με την μηχανική του πιάνο. Όταν σώμα και μουσικό όργανο συντονιστούν, τότε, αυτή η μουσική ακούγεται άριστα και τότε, ο μουσικός φτάνει στην νιρβάνα. Όμως, η νιρβάνα, δεν κρατά για πάντα, εξωτερικοί παράγοντες μπορεί να επέμβουν και όταν αυτό συμβαίνει, η μηχανική καταρρέει ανήμπορη. Και εκεί που η μηχανική καταρρέει, έρχεται η ώρα για την μεταφυσική. Ο Melnyk είναι ένας θρησκευόμενος άνθρωπος. Όπως οι αυθεντικά θρησκευόμενοι άνθρωποι, πιστεύει στην ομορφιά αυτού του κόσμου, πιστεύει σε αυτή και νιώθει ευγνώμων για αυτήν, δεν την θεωρεί δεδομένη. Αυτό τον κάνει να εκτιμά το δώρο της ζωής. Αυτό αποτυπώνεται στην μουσική του απόλυτα. Αν και πρόκειται όντως για ένα είδος που βασίζεται στην τεχνική και στην μηχανική, τα συναισθήματα του Melnyk, η πίστη του, αποτυπώνονται στις συνθέσεις του. Το “Windmill” είναι σχεδόν ένας θρησκευτικός ύμνος, αλλά με επίκεντρο τον ίδιο τον άνθρωπο. Ο τρόπος που το εκτέλεσε ο Melnyk, αν και συνεπαίρνει τον ακροατή με την τεχνική του, δεν μπορεί να αφήσει ανέγγιχτο το συναίσθημά του.
Προσωπικά, δεν είμαι θρησκευόμενο άτομο όπως είναι ο Melnyk και η θέλησή μου για ζωή, δεν είναι το ίδιο δυνατή. ‘Οταν ο Μelnyk όμως αναφέρεται στο Black Lodge από την αγαπημένη μου τηλεοπτική σειρά, το Twin Peaks, ξέρω ακριβώς τι εννοεί. Ξέρω ότι η ανάποδη πλευρά του καθρέφτη, το Upside Down υπάρχει και θα μπορούσαμε να είμαστε εκεί, και αυτό με κάνει να εκτιμώ ακόμα περισσότερο το “Windmill” όταν το εκτελεί ο Melnyk για εμάς. Όταν ο Μelnyk παίζει στην Ντο μείζονα και η σύνθεση ακούγεται σαν θρήνος, είναι κάτι που πρέπει να το εκτιμάς. Η μουσική του τη βραδιά αυτή, ήταν ένας ύμνος στην ομορφιά της ζωής.