ClockSound
Search
facebook twitter youtube rss instagram

Arcade Fire - Everything Now

Rate
9
RECOMMENDED

Οι Arcade Fire επιστρέφουν εν μέσω καλοκαιριού με το 5ο τους album, "Everything Now", το οποίο έχει καταφέρει ήδη μέσα σε δύο βδομάδες να συλλέξει πολλές θετικές αλλά και αρνητικές κριτικές από κριτικούς και κοινό, όπως ακριβώς είχε συμβεί και με το προηγούμενό τους album, "Reflektor" (2013). 

Η πόλωση ήταν έντονη απευθείας με την κυκλοφορία του - ομότιτλου με το δίσκο - πρώτου single, ενώ τα σχόλια πύκνωναν καθώς οι Arcade Fire έριχναν λάδι στη φωτιά κυκλοφορώντας ένα fake “premature” καυστικό review για το album τους στην ιστοσελίδα ...  stereoyum.com, ανακοινώνοντας την κυκλοφορία του album μέσω του Facebook account της fake εταιρίας Everything Now Corp, αναγγέλλοντας την πώληση ενός υπερ-συλλεκτικού USB/Fidget Spinner σε περιορισμένα κομμάτια μέσω του twitter account τους, και τέλος, προκαλώντας spontaneous internet hate με την επίσης εσκεμμένη παράκληση προς τους θεατές της συναυλίας παρουσίασης του δίσκου τους να έχουν συγκεκριμένο dress code.

Ερώτημα αποτελεί φυσικά εάν η έντονη αυτή δραστηριότητα που προφανώς έχει ως στόχο να ασκήσει κριτική στον τρόπο αντίληψης και μετάδοσης της πληροφορίας στο διαδίκτυο τελικά αποτελεί ουσιαστική κριτική ή είναι τελικά το απόλυτο marketing. Όπως και να έχει πάντως, το νέο album των Arcade Fire παίζει πάρα πολύ όσον αφορά τη θεματολογία του με αυτό το concept. 

Ο τίτλος του album άλλωστε, αποτελεί ένα σχόλιο, κατά τον frontman των Arcade Fire, Win Butler, για το πώς τα πάντα, πληροφορίες, συμβάντα, αληθινά ή μη είναι διαθέσιμα ταυτόχρονα κάθε στιγμή. Το βασικό αυτό θέμα συνδυάζεται με το θέμα της ικανοποίησης, μιας μετριοπαθούς όμως ικανοποίησης της οποίας ο όρος περιγράφεται από το αγγλικό content και όχι το συγγενέστερο satisfaction, το οποίο είναι και πιο κοντά στην έννοια που έχουμε στα ελληνικά, ενώ τα θέματα του άλμπουμ εμπλουτίζονται με προσφιλή ζητήματα για τους Arcade Fire, όπως η εμπορευματοποίηση ή ο έρωτας. Η επιθυμία λοιπόν των Arcade Fire να συμπεριλάβουν όλους αυτούς τους προβληματισμούς, μέσα σε ένα album σε συνδυασμό με το υλικό που το συνοδεύει είναι αν μη τι άλλο ένας ιδιαίτερα φιλόδοξος στόχος και δείχνει την ανάγκη τους για μία έντονη καλλιτεχνική δήλωση.

Μουσικά και υφολογικά, το "Everything Now" μοιάζει να συνεχίζει από το σημείο που μας άφησαν στο "Reflektor", του οποίου ο ήχος χαρακτηριζόταν σε μεγάλο βαθμό από την παραγωγή του James Murphy των LCD Soundsystem. Στο "Everything Now", ο ήχος είναι πολύ πιο καθαρός από ότι στο μπουκωμένο "Reflektor" και οι συνεργάτες του album Thomas Bangalter από Daft Punk, Geoff Barrow από Portishead, Steve Mackey από Pulp αλλά και ο επί πολλά χρόνια συνεργάτης τους Markus Dravs έχουν κάνει εξαιρετικά δουλειά, δίνοντας στο album έναν εξαιρετικό, καλογυαλισμένο, καθαρό ζωντανό ήχο.

Το album ξεκινάει με την σύντομη electro εισαγωγή Everything_Now (Continued), η οποία παρουσιάζει το βασικό θέμα του δίσκου μέσα από ένα μουσικό κρεσέντο με synths και έγχορδα πλαισιωμένο με φωνές και συνομιλίες και καταλήγει το πρώτο single του δίσκου, Everything Now.

  

 

Τα πλήκτρα με τα οποία ξεκινάει το Everything Now θυμίζουν πάρα πολύ Dancing Queen, αλλά η φωνή του Butler, σε συνδυασμό με τα έγχορδα βγάζει μία μελαγχολία που ισορροπεί εξαιρετικά με τα electro/dance στοιχεία του κομματιού και το ευφορικό χορωδιακό ρεφρέν, μετά από το οποίο βρίσκεται χώρος ακόμα και για αυτό εκνευριστικό όργανο "Αυλός του Πάνα". Το κομμάτι αποτελεί υπόδειγμα μουσικής γραφής των Arcade Fire, με την ισορροπία ανάμεσα στο pop μουσικό υπόβαθρο, τα crescendos, το singalong ρεφρέν, τη φυσική ανάγκη που βγάζει το κομμάτι στον ακροατή για χορό και συμμετοχή, με τον Butler να περιγράφει εικόνες ερήμωσης, που υποστηρίζονται στο εξαιρετικό βίντεο του κομματιού.

Η post-apocalyptic disco δίνει τη θέση της στο funk του Signs of Life, το οποίο στιχουργικά αποτελεί ένα σχόλιο πάνω στην αναζήτηση νοήματος σε έναν αποξενωμένο κόσμο. Η προσθήκη σαξόφωνου, τα κρουστά και τα backing vocals της Régine Chassagne δημιουργούν ένα ακόμα όμορφο χορευτικό κομμάτι. 

 

 

Όμως ο πραγματικός χορευτικός δυναμίτης του album είναι το Creature Comfort, το οποίο είναι χαρακτηριστικό της ικανότητας των Arcade Fire να γράφουν μεγάλα, ή και μεγαλεπήβολα κομμάτια που να υποκινούν τον ακροατή να συμμετέχει ακούγοντάς τα, βυθίζοντάς τον στη δίνη τους. Το fuzzy synths στην αρχή του κομματιού πλαισιώνει ένα τοίχος από electro-synths, μπάσο και ένα όμορφο minimal beat. Οι στίχοι αποτελούν σχόλιο σχετικό με την κουλτούρα του internet και αναφέρονται στην ανάγκη προβολής και στην ανάγκη να βρει κανείς παρηγοριά, ανακούφιση ακόμα και με ακραία μέσα. 

 

  

Τα επόμενα δύο κομμάτια του δίσκου είναι υφολογικά αρκετά κοντά στα dub κομμάτια του "Reflektor", αλλά κερδίζουν έναντι αυτών λόγω της εξαιρετικής παραγωγής. Οι γλυκοί ερωτικοί στίχοι του Peter Pan συνοδεύονται από ένα εξαιρετικό dub beat και μουσική που είναι έτοιμη να σπάσει τα ηχεία. Το Chemistry είναι ένα ακόμα κομμάτι αγάπης που θεωρώ ότι έχει εσκεμμένα έναν corny αέρα. Θυμίζει λίγο reggae, ένα αστείο σαξοφωνάκι, πολλά κρουστά και το ρεφρέν του περιέχει ένα απόλυτα "αποτρόπαιο" hard rock πέρασμα. Όχι, δεν είναι το καλύτερο κομμάτι του δίσκου αλλά είναι σίγουρα διασκεδαστικό.

Αντίθετα, όχι και τόσο διασκεδαστικό είναι το επόμενο «διπλό» κομμάτι που αποτελείται από τα Infinite Content και Infinite_Content. Το πρώτο είναι ένα, κατά κάποιον τρόπο, punk κομμάτι, στο οποίο ο Butler αναπαράγει τη θεματική του album περί άπειρης πληροφορίας, ενώ το δεύτερο αποτελεί το country, laid-back αδερφάκι του. Προσωπικά δε βρίσκω μεγάλη αξία σε αυτό το δίδυμο κομματιών και αποτελεί τον λόγο για τον οποίο η βαθμολογία μου για το album δεν είναι το απόλυτο άριστα. Η θέση των κομματιών αναφορικά με τη θεματολογία τους είναι καλή, αλλά πρακτικά η παρουσίαση του θέματός τους είναι τόσο προφανής, σαν διαφήμιση της Everything Now Corp. Προφανώς αυτός είναι και ο λόγος ύπαρξης των κομματιών σε αυτό το σημείο, απλά δεν είναι τόσο πετυχημένος και τόσο ουσιαστικός.

 

 

Συνέχεια με το Electric Blue, στο οποίο τα φωνητικά αναλαμβάνει η Régine Chassagne, φτάνοντας τονικά ακόμα ψηλότερα από το σημείο στο οποίο συνηθίζει να κινείται όταν τραγουδάει και όταν κάνει τα φαλτσέτα της. Τα λαμπερά synths δένουν υπέροχα με τα σχετικά ψυχρά φωνητικά και δημιουργούν με τα πολλαπλά overdubs στην παραγωγή ένα ονειρικό ατμοσφαιρικό πλαίσιο. Το Good God Damn διατηρεί τα funk στοιχεία που υπάρχουν στο album και βρίσκει τον Butler να διηγείται μία λυπημένη ιστορία, ίσως τη συνέχεια μίας ιστορίας που έχει αρχίσει στο Creature Comfort και τελειώνει υπό τους ήχους του πρώτου τους album, "Funeral". Το κομμάτι είναι έντονα εκφραστικό, έχει ένα feeling από David Bowie και δείχνει πως ανεξαρτήτως του ηλεκτρονικού ύφους του album, οι Arcade Fire μπορούν και γράφουν κομμάτια με μεγάλη συναισθηματική ένταση.

Όπως ακριβώς συμβαίνει και με το Put Your Money On Me, το οποίο μοιάζει με μία θλιμμένη έκδοση κομματιού των ABBA, ένα πολύ όμορφο και έντονο κομμάτι. Ο Butler τραγουδάει με τρυφερό τρόπο για την αγάπη και την αφοσίωση, πάνω σε μία επαναληπτική μπασογραμμή, η οποία εμπλουτίζεται με ταξιδιάρικα μουσικά περάσματα, μέχρι να φτάσει το χορωδιακό ρεφρέν, το οποίο κορυφώνεται σε μία disco αντίστιξη και πριν καταλήξει μελαγχολικά όπως άρχισε.

Το We Don’t Deserve Love, αποτελεί το πιο κλασικό Arcade Fire κομμάτι του δίσκου που παραπέμπει στα πρώτα τους album. Άλλο ένα διαμάντι στην μελαγχολική μουσική εποποιία των Arcade Fire, ένα κομμάτι για την αποξένωση, με θρησκευτικές αναφορές, το απόλυτο soundtrack για τη δύση του ηλίου στον αληθινό ή φανταστικό κόσμο που περιγράφει το συγκρότημα στις κυκλοφορίες του. Το "Everything Now", κλείνει ακριβώς όπως άρχισε, με την επανάληψη του θέματος της εισαγωγής Everything Now (Continued), κλείνοντας με αυτόν τον τρόπο την κυκλοφορία και θέτοντάς την σε ένα αέναο κύκλο άπειρων επαναλήψεων.

Το "Everything Now" μοιάζει φαινομενικά με ένα εύκολο album, ή έστω ένα album που μπορεί να χαρακτηριστεί/κατηγοριοποιηθεί εύκολα ως dance, electro ή disco. Μπορεί επίσης εύκολα να περιγραφεί με εκφράσεις όπως «οι Arcade Fire κάθε πέρσι και καλύτερα» ή «σαν τα παλιά δε βγαίνουν ξανά». Πράγματι, είναι πολύ δύσκολο το συγκρότημα να κυκλοφορήσει ένα album τόσο άρτιο όσο το "Funeral", το οποίο θα αποτελεί για αυτούς πάντα σημείο αναφοράς, όπως είναι προφανές και από τις δύο στιχουργικές αναφορές που πραγματοποιούν σε αυτό μέσα στο "Everything Now".

Η αλλαγή του μουσικού τρόπου έκφρασης που έχουν επιλέξει οι Arcade Fire είναι κάτι που έχουν κάνει πολλοί καλλιτέχνες, άλλοτε πετυχημένα και άλλοτε όχι. Και πολλές φορές η αισθητική/καλλιτεχνική επιτυχία δεν ακολουθείται δεσμευτικά αλλά ούτε και ταυτόχρονα από εμπορική επιτυχία και αντιστρόφως. Οι οπαδοί του Bowie που λάτρεψαν το Low θεωρώ ότι στο πρώτο άκουσμα του Scary Monsters μάλλον δυσαρεστήθηκαν. Έτσι και στην περίπτωση του Everything Now, ο οπαδός των τριών πρώτων κυκλοφοριών τους είναι πολύ πιθανό να αντιδράσει αντίστοιχα και να απορρίψει εύκολα το Everything Now, άλλωστε αυτό είναι ακόμα πιο εύκολο σήμερα με την πληθώρα μουσικής που υπάρχει διαθέσιμη ανά στιγμή (“every song that I’ve heard is playing at the same time” τραγουδάει ο Butler στο Everything Now).

Θεωρώ ότι το "Everything Now" είναι ένας σπουδαίος δίσκος για τους Arcade Fire, ένας δίσκος με υπέροχες μελωδίες και φωνητικά, με μία αψεγάδιαστη παραγωγή, μεστός και συνεκτικός υφολογικά και νοηματικά. Παρόλο που το ηλεκτρονικό του ύφος το κάνει να μοιάζει εύκολο, στην πραγματικότητα είναι ένα album που απαιτεί πολλαπλές ακροάσεις, μέσω των οποίων αναδεικνύεται ότι τα εξαιρετικά κομμάτια του, παραμένουν αυθεντικά Arcade Fire κομμάτια, έτοιμα να πάρουν μόνιμη θέση στα setlists των live performance τους, να τραγουδηθούν δυνατά και να χορευτούν ξανά και ξανά…

Columbia Records, 28.07.2017 

 

Σχετικά άρθρα

Banner
Banner