clocksound.gr
Search
facebook twitter youtube rss instagram

St. Vincent - Masseduction

Rate
7.5
RECOMMENDED

Η St. Vincent εξελίσσεται αναμφίβολα σε μία από τις πιο αξιόλογες γυναικείες παρουσίες της σύγχρονης indie pop μουσικής.

Ή μάλλον αναδιατυπώνουμε: η St. Vincent εξελίσσεται αναμφίβολα σε μια από τις πιο αξιόλογες παρουσίες της σύγχρονης μουσικής.

Αυτά για να αποφύγουμε κατά το δυνατόν περιττές διευκρινήσεις και κατηγοριοποιήσεις σε συνήχηση με το μήνυμα που, απ’ό,τι φαίνεται τουλάχιστον, προσπαθεί και η ίδια η Annie Clark να περάσει τόσο με τη δουλειά της όσο και με την όλη εικόνα της, που τον τελευταίο καιρό απασχολεί τον (όχι μόνο μουσικό) τύπο όλο και περισσότερο. Το κατά πόσο αυτό είναι εφικτό ή το πετυχαίνει όντως με τον νέο δίσκο της, παραμένει ανοιχτό προς συζήτηση...

Επί της ουσίας λοιπόν, το νέο studio album της τραγουδοποιού/πολυοργανίστα, το πέμπτο κατά σειρά - αν δεν υπολογίσουμε το "Love This Giant" του 2012 σε συνεργασία με τον David Byrne - είναι εδώ και, αν μη τι άλλο, δεν μπορεί παρά να προκαλέσει αίσθηση.

Μία 10-ετία έχει περάσει από το ντεμπούτο της "Marry Me", χρονικό διάστημα ικανό να επιτρέψει αλλαγές, μεταμορφώσεις και πειραματισμούς στην πορεία οποιουδήποτε καλλιτέχνη - στην προκειμένη περίπτωση μια πορεία που, αξίζει να σημειώσουμε εδώ, το ClockSound έχει παρακολουθήσει από πολύ κοντά, με αποκορύφωμα μια συζήτηση μαζί της που μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Ζωντανά στη Βουδαπέστη το 2014 και πριν λίγες ημέρες στο Παρίσι.

Υπ’αυτήν την έννοια, δεν ξέρουμε κατά πόσο το Masseduction θα πρέπει να μας προκαλέσει έκπληξη˙ το σίγουρο είναι πάντως ότι αξίζει την προσοχή μας. Και την κερδίζει χωρίς πολλή προσπάθεια, πριν καλά καλά περάσουμε στο δια ταύτα.

Το εξώφυλλο αλλά και ο τίτλος αναπόφευκτα προϊδεάζουν για το περιεχόμενο. Το φανταχτερό artwork ακολουθεί κατά γράμμα τους κανόνες της pop αισθητικής με προφανή στοιχεία παρωδίας, όπως άλλωστε και τα βίντεο που αντιστοιχούν στα single του δίσκου, ενώ ο τίτλος πυροδοτεί μια σειρά φωνολογικών/σημασιολογικών συνειρμών (κάποιοι ίσως αυθαίρετοι): το mass seduction, γίνεται εύκολα “my seduction” ή ακόμα και mass destruction. Από τη μαζική αποπλάνηση στην μαζική καταστροφή και από εκεί στην πρόκληση χωρίς λογοκρισία μέσα από στίχους χωρίς φίλτρο, αλλά γενικά ανοιχτούς σε πολλαπλές ερμηνείες. Ένας δίσκος που μιλάει για τις μάζες ή απευθύνεται σε αυτές ή... τίποτα από τα παραπάνω.

Το ομότιτλο κομμάτι ακολουθεί αυτή τη γραμμή: χορευτικά beats και κάτι από robot rock, ενώ οι στίχοι, απροκάλυπτα προκλητικοί με kinky υπαινιγμούς, την ίδια στιγμή μας εκπλήσσουν με αναφορές στους Cave και Charles Mingus - αν και, με δεδομένες τις μουσικές επιρροές της, αυτό δεν θα έπρεπε να μας ξενίζει.

Πριν από αυτό όμως, που είναι το τρίτο κατά σειρά, δύο άλλα κομμάτια αναλαμβάνουν να δώσουν τον τόνο, ή μάλλον έναν διαφορετικό τόνο το καθένα. Το Hang On Me ανοίγει τον δίσκο με μια αργή, μελαγχολική μελωδία και τη φωνή της Annie Clark να μας θυμίζει ότι, μεταξύ άλλων, είναι βιρτουόζα και στα φωνητικά. Και από την downtempo εσωστρέφεια σε ένα από τα αδιαφιλονίκητα hits του δίσκου – και, καθόλου τυχαία, ένα από τα τρία singles που προηγήθηκαν της κυκλοφορίας του- μ' ένα σαλτο.

Το Pills δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο για πολλούς λόγους, και η ομάδα που επιστρατεύτηκε για τη δημιουργία του σίγουρα έχει να κάνει κάτι με αυτό. Έχουμε και λέμε:  Jack Antonoff, που υπογράφει και την παραγωγή ολόκληρου του δίσκου, John Congleton, που συμμετέχει και σε άλλα κομμάτια του δίσκου,  Jenny Lewis και Kid Monkey (a.k.a Cara Delevingne, και για όσους ακόμα αναρωτιούνται, μια αναζήτηση στο διαδίκτυο αρκεί για να λύσει τυχόν απορίες), στα φωνητικά και ο Sounwave - γνωστός σχεδόν αποκλειστικά για τις δουλειές του με την Top Dawg Entertainment και τις  συνεργασίες του με τον Kendrick Lamar, βλέπε το πολυσυζητημένο DAMN - να βάζει το χεράκι του στην παραγωγή και τον προγραμματισμό των drums. Η παιχνιδιάρικη αλλά και δηκτική διάθεση αυτού του κομματιού με αισθητική διαφημιστικού σποτ διατηρείται μέχρι το απρόσμενο φινάλε με το σαξόφωνο του εκπληκτικού Kamasi Washington, που συμπληρώνει το dream team των συνεργατών.

Μουσικά πλήρες αλλά και “πιασάρικο”. Από στιχουργικής άποψης, προφανώς θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μια κριτική στην σύγχρονη, αμερικανική και όχι μόνο κοινωνία, το σύστημα αξιών και τους εθισμούς της, οι οποίοι δεν περιορίζονται στις χημικές ουσίες και τα χάπια, αλλά αφορούν όλες τις εύκολες, τεχνητές λύσεις, με τις οποίες βομβαρδιζόμαστε καθημερινά, για τη σωρία προβλημάτων, εξίσου τεχνητών, που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε...Ένταξει, η συγκεκριμένη ερμηνεία είναι αυθαίρετη, αποδεικνύει όμως ακριβώς την πρόθεση αλλά και ικανότητα της St. Vincent να κινείται με ευκολία μεταξύ της ελαφρότητας και της ουσίας - ό,τι κι αν αυτό σημαίνει.

Τόσο το σπιντάντο Sugarboy όσο και το ανελέητα κολλητικό Los Ageless διατηρούν παρόμοιο ύφος, με ακόμα περισσότερη δόση χορευτικής διάθεσης. Σε ό,τι αφορά το δεύτερο, αξίζει να πούμε ότι ένα και μόνο άκουσμα του ρεφρέν είναι αρκετό για να εγκατασταθεί στο μυαλό σου και σε ακολουθεί κυριολεκτικά παντού. “How can anybody have you and lose you...”.  Το δεύτερο single του δίσκου είναι σίγουρα από τα κομμάτια που ξεχωρίσαμε- απλά ακαταμάχητη η new wave/electro-pop μαγεία του, αδύνατο να αντισταθεί κανείς.

Και αν το Los Ageless θα μπορούσε να είναι το πορτρέτο της πόλης-μύθου της δυτικής ακτής μέσα από το στιχουργικό πρίσμα της Annie Clark, δεν θα μπορούσε να λείψει και ένας μικρός φόρος τιμής στο αντίπαλο δέος της ανατολικής ακτής: το New York ακολουθεί  τελείως διαφορετικές φόρμες, τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά. Σε κανέναν από τους δύο τομείς δεν ξεχωρίζει για την πρωτοτυπία του, αλλά η αργή και λιτή μελωδία δένει όμορφα με τους κάπως δραματικούς στίχους. Αυτό το “the only motherfucker in the city who can stand me” κερδίζει επάξια τη θέση του στο tracklist μιας μελαγχολικής (και κάπως μεμψίμοιρης) μέρας, εντός και εκτός Νέας Υόρκης...

Στο ίδιο μήκος κύματος με το New York κινείται και το συμπαθητικό Happy Birthday, Johnny, και ίσως τα δύο μαζί θα μπορούσαν να συναποτελούν ένα ενιαίο κομμάτι. Υπάρχει προφανής σχέση μεταξύ τους, τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά. Βασικό διαφοποιητικό στοιχείο η επανεμφάνιση του αγαπημένου αυτοκαταστροφικού χαρακτήρα, σε μια μπαλάντα που μας επιστρέφει πίσω στο χρόνο (κυριολεκτικά και δισκογραφικά μιλώντας).

Για κάποιο λόγο όχι τόσο προφανή, το Savior τοποθετείται μεταξύ των δύο tracks, ίσως σαν μια ανάσα ανακούφισης από τόση μελαγχολία, ή ίσως επειδή αποτελεί μέρος της ίδιας νοητής τριλογίας... Δεν είναι ξεκάθαρο, αλλά όπως και να 'χει καταφέρνει να αποφορτίσει την ατμόσφαιρα και να μας κερδίσει. 

Από 'κει κι έπειτα, με εξαίρεση την groovy φαντασμαγορία του δυστοπικού Fear The Future, απ' όπου παίρνει και το όνομά του το tour για την προώθηση του άλμπουμ, ο ρυθμός πέφτει αισθητά και τα 4 τελευταία κομμάτια μοιάζουν να αποτελούν άλλη μια θεματική υποενότητα μέσα στο δίσκο. Χωρίς ίχνος από τη σατιρική και παιχνιδιάρικη διάθεση που διαπνέει άλλα σημεία του tracklist, εδώ τα κυρίαρχα θέματα είναι ο θάνατος και οι υπαρξιακές αναζητήσεις με μια γερή δόση περισυλλογής και (ξανά) νοσταλγίας. Young Lover και Slow Disco - που μοιάζουν τα θεματικά απομεινάρια της ξέφρενης γιορτής που προηγήθηκε ή η άλλη όψη, εξίσου αυτοβιογραφική, της ίδιας πραγματικότητας - με το Dancing With A Ghost ως συνδετικό κρίκο, αριστοτεχνική μετάβαση από το ένα κομμάτι στο άλλο - ένα διακριτικό ορχηστρικό ιντερλούδιο, πολύ έξύπνα τοποθετημένο.

Και για το τέλος, το πιο σκοτεινό κομμάτι ίσως του δίσκου, Smoking Section - στιγμές περισυλλογής που είθισται να συσχετίζονται με τσιγάρα που σιγοκαίνε. “It's not the end”: ακούμε και είναι σα να βλέπουμε την πανέμορφη Annie να μας κλείνει το μάτι και να απομακρύνεται μέσα σε ένα σύννεφο καπνού. Προφανώς δεν είναι το τέλος, και σίγουρα η συνέχεια δεν θα αργήσει – και δεν εννοούμε ακριβώς το bonus track Power Corrupts (Seiken Fuhai) της ιαπωνικής έκδοσης του άλμπουμ.

Συνολικά, λοιπόν, το Masseduction μας προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα. Τόσο ανάμεικτα όσο το tracklist που το αποτελεί. Μοιάζει με ένα ποικιλόμορφο μουσικό παζλ, στο οποίο, αν και όλα τα κομμάτια ταιριάζουν μεταξύ τους, στο τέλος σχηματίζουν μια εικόνα χωρίς συνάφεια. Τουλάχιστον όχι προφανή.

Ίσως το συνεκτικό στοιχείο να μην είναι στην πραγματικότητα άλλο από τα αποθέματα βιωμάτων και ιδεών της Annie Clark κατα τα τελευταία χρόνια, που παρέμεναν στο συρτάρι περιμένοντας υπομονετικά την κατάλληλη ευκαιρία για να λάβουν σχήμα και δημοσιότητα. Και ίσως η συγκεκριμένη στιγμή στην ολοένα ανερχόμενη καριέρα της να είναι ακριβώς αυτή η ευκαιρία.

Αν και δεν ξέρουμε κατά πόσο καταφέρνει να μας «ξελογιάσει» , ο εν λόγω δίσκος δεν παύει να είναι γενικά καλός, όπως άλλωστε θα περίμενε κανείς από την ταλαντούχο μουσικό και από την ομάδα συνεργατών που τη συνοδεύει. Και ναι, είναι pop, σε όλες σχεδόν τις πιθανές εκδοχές του, με το ταμπελάκι του «indie» μόνο να ξεθωριάζει, και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό.

Loma Vista Recordings, 13.10.2017

 

Σχετικά άρθρα

Banner
Banner