Queens Of The Stone Age – Villains

Οι Queens Of The Stone κυκλοφόρησαν το νέο δίσκο τους "Villains". Το δισκογραφικό πόνημα νούμερο 7 έρχεται μετά το “...Like Clockwork”, το οποίο διακατέχονταν από εναλλασσόμενες δυναμικές και μία σκοτείνη, σε στιγμές αιθέρια, ατμόσφαιρα.
Μία καταπληκτική δουλειά όπως αυτή, με την συγκεκριμένη του αισθητική, διαδέχεται από ένα άλμπουμ το οποίο κατά την περίοδο του promotion: (1) μάθαμε οτι παραγωγός είναι ο Mark Ronson, (2) ο Josh Homme κυκλοφόρησε μερικά χιουμοριστικά βίντεο όπως αυτό και αυτό (3) ακούγαμε οτι θα είναι το «χορευτικό» άλμπουμ των QOTSA (4) είδαμε τον Josh να χορεύει σαν τρελός στο βίντεο του πρώτου single (δείτε το μέσω του Apple Music). Τα ανωτέρω είναι υπεραρκετά για να εγγυηθούν αμφισβητήσεις και ιντερνετικές διαμάχες.
Τελικά ακούγοντας το δίσκο κανείς, καταλαβαίνει οτι όχι δεν είναι ντίσκο. Δεν περιέχει χορευτικά κομμάτια για φθινοπωρινές ανέμελες βραδιές σε κάποιο beach bar! Και τα σχόλια του Josh είναι απλά ό,τι έχει στο μυαλό του ο ίδιος για το τι σημαίνει χορευτική διάθεση. Όπως όταν είχε κυκλοφορήσει το “Volta” η Bjork, λέγοντας οτι πρόκειται για pop άλμπουμ. Και ήταν όντως για τα δικά της μέτρα, τα οποία είναι πάρα πολύ μακριά από αυτό που σε γενικές γραμμές θα χαρακτήριζε κανείς ως pop. Σε αυτά τα όρια ακροβατεί λοιπόν και το "Villains".
Το άλμπουμ βρίθει από βρόμικα riffs, χαοτικές παραμορφώσεις, άρρωστα grooves περασμένα από μία πιο up-tempo διάθεση στο μισό άλμπουμ. Στο υπόλοιπό μισό τα παραπάνω ισχύουν...εκτός από την up-tempo διάθεση! Μία περιγραφή που θα μπορούσε να αναφέρεται στα “Rated R” ή “Songs For The Deaf”. Το “Villains” θα λέγαμε μπορεί να συγκριθεί με αυτά τα δύο, αναφορικά με τις εντάσεις του.
Το πιο εντυπωσιακό, μετά το «περίεργο» marketing, ήταν η συνειδητοποίηση οτι οι QOTSA δεν άλλαξαν ουσιαστικά τον ήχο τους. Δεν θυσίασαν κανένα στοιχείο του χαρακτήρα τους για να πετύχουν κάποιο «χορευτικό» αποτέλεσμα. Δεν ανατρέξανε σε ηλεκτρονικές λύσεις ή 80s εφέ στο μπάσο ή στα τύμπανα. Το αντίθετο. Στο "Villains" οι QOTSA επιτυγχάνουν να παίξουν με το αμέριστο πάθος που έπαιζαν 2-3 άλμπουμ πριν.
Ο δίσκος ανοίγει με το Feet Don’t Fail Me, το κομμάτι-οδηγό ίσως του χαρακτήρα του δίσκου. Dark experimental εισαγωγή χτίζεται σταδιακά μέχρι το κρεσέντο στο 1.50 να σηματοδοτήσει την έναρξη επαναλαμβανόμενων παραμορφωμένων grooves συνθέτοντας ένα διεστραμμένο funk rock αποτέλεσμα. Το φωνητικό μοτίβο του Josh ακολουθεί τον κοφτό χαρακτήρα της μουσικής, πατώντας με απόλυτη ακρίβεια πάνω στο beat. Το κομμάτι διαδέχεται το (πρώτο single) The Way You Used To Do. Μία κιθαριστική επίθεση, με το βασικό θέμα να επαναλαμβάνεται καθ’ όλη τη διάρκεια, αλλά να προσφέρεται σε διαφορετικούς χρωματισμούς. Αλλαγές εφέ, συνεχείς διαφοροποιήσεις στον αριθμό των ηχογραφημένων layers, ξαφνικά breaks, σύντομες παρεμβολές επιπλέον riff συνθέτουν ένα από τα πιο «cool» κομμάτια της καριέρας τους.
Σε αυτό το σημείο να πούμε οτι ο Jon Theodore (Mars Volta, Puscifer κτλ) στα τύμπανα κάνει καταπληκτική δουλειά, με τα μετρήματά του και τα θέματα να συνοδεύουν τέλεια τον ίδιο τον Homme και τις κιθάρες, έχοντας πολύ μεγάλο ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα. Ένα παίξιμο από τον ίδιο πολύ διαφορετικό από το “…Like Clockwork” προσαρμοσμένο στις ανάγκες του νέου δίσκου.
Στο Domesticated Animals το μοτίβο αλλάζει. Το βασικό riff του Josh αφήνει τη μουσική και τη φωνή να αναπνεύσουν, ενώ τα γυρίσματα έχουν έναν έντονο 70s χαρακτήρα, σε ένα κομμάτι που θα μπορούσε να βρίσκεται στο “Rated R”.
Στο Fortress οι QOTSA κοιτούν προς τους πρώιμους Uriah Heep και παραδίδουν ένα πολύ όμορφο low-to-mid tempo κομμάτι, πριν μας επαναφέρουν σε υψηλότερες εντάσεις με το Head Like A Haunted House και ένα ύφος late 70s proto punk, περασμένο φυσικά μέσα από το έντονο δικό τους προσωπικό στυλ.
Στο Un-Reborn Again ακούμε τους QOTSA να χρησιμοποιούν πλήκτρα με λίγο πιο electro τρόπο, το οποίο όμως κρατάει λίγα δευτερόλεπτα, μέχρι οι κιθάρες να πάρουν τον πρώτο ρόλο ξανά, σε ένα κομμάτι αρκετά busy, με συνεχείς αλλαγές ενορχήστρωσης, νευρικά breaks και ωραίες φωνητικές μελωδίες.
Το Hideaway είναι ένα αρκετά πιο απλό κομμάτι βασισμένο ξεκάθαρα στις μελωδίες της φωνής του Josh, δίνοντας τη θέση του στο (δεύτερο single) The Evil Has Landed. Μία ακόμα 70s-influenced κομματάρα, με ωραία riffs, συχνά φωνητικά falsetto, εμβόλιμα solos και υπνωτική γέφυρα. Πανέξυπνη η επαναφορά του αρχικού riff στη μέση του κομματιού παραλλαγμένο και η εξέλιξή του σε solo, ακολουθούμενο από το riff ξανά αυτούσιο αυτή τη φορά.
Το άλμπουμ τελειώνει με το Villains Of Circumstance. Στο πιο αργό κομμάτι του δίσκου, ο Josh δίνει ρεσιτάλ εγγραφής φωνητικών μελωδιών και εκτέλεσης με εντυπωσιακό χρώμα και συναίσθημα! Τα γυρίσματα στο ρεφρέν έχουν ίσως λίγο περισσότερο pop ως βάση, αλλά το αποτέλεσμα είναι τόσο καλό, συνθέτοντας ένα κομμάτι που θα ακούμε για χρόνια!
Κλείνοντας, το παραπάνω μας δίνει το έναυσμα να αναφέρουμε οτι ο Josh Homme αδίκως δεν αναγνωρίζεται ως ένας από τους καλύτερους τραγουδιστές της εποχής μας. Ο ίδιος, με κάθε δισκογραφικό βήμα, εξελίσσει και εμπλουτίζει τη φωνητική του φαρέτρα. Στον δίσκο αυτό για παράδειγμα σε πολλές στιγμές ακούμε crooner και jazz γυρίσματα. Σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι στο παρελθόν. Επιπλέον, όπως λέγαμε και στην κριτική μας για το τελευταίο άλμπουμ του Iggy Pop (μπορείτε να την βρείτε εδώ), ο Josh έχει μια εντυπωσιακή αίσθηση και ικανότητα στα backing vocals, η οποία μαζί με την πολυπλοκότητα (ή απλότητα κατά στιγμές) της παραγωγής, των layers, των εφέ, αναδεικνύει την βασική φωνητική μελωδία και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την ατμόσφαιρα ολόκληρου του άλμπουμ.
Έτσι, αυτή η ικανότητα μεταφέρεται και στο κιθαριστικό του παίξιμο το οποίο έχει πλέον γίνει αρκετά busy και πολύπλοκο από θέμα παραγωγής, χωρίς να κουράζει. Το αντίθετο. Κάνει τη διαδικασία είτε αποκρυπτογράφησής του είτε απλής ακρόασης απόλαυση.
Το ClockSound θα παρευρεθεί στη συναυλία των QOTSAστην Αμβέρσα στο Βέλγιο αυτό το Νοέμβρη και θα σας μεταφέρει τις εντυπώσεις και από τη ζωντανή εκτέλεση του δίσκου.
Matador, 25.08.2017