Radiohead - A Moon Shaped Pool

Αντί εισαγωγής: το να περιμένει κανείς ότι μία μπάντα όπως οι Ραδιοκέφαλοι θα ξανακάνουν το «ΟΚ Υπολογιστή» είναι τουλάχιστον αφελές. Μιλώντας για την μουσική, που είναι έκφραση, τέχνη και εσωτερική ανάγκη και αναζήτηση, είναι αφελές, να περιμένει κανείς πως μία μπάντα σαν τους Ραδιοκέφαλους έχει ή είχε ποτέ τέτοιες βλέψεις, πόσο μάλλον όταν το έχουν αποδείξει με τις κινήσεις τους. Το να κρίνεις μία τέτοια μπάντα, γιατί, πιστεύεις και τεκμηριώνεις πως δεν το καταφέρανε, είναι κάτι σαν αυτό με το δέντρο και το δάσος.
Μιλώντας για μία μπάντα που μετράει 30 χρόνια ζωής, είναι αφελές να μην τους δικαιώνεις, όταν συνεχίζουν να κάνουν αυτό που θέλουν να κάνουν και το κάνουν καλά.
Δυο τα τινά λοιπόν. Το κρίνεις ως το ένατο άλμπουμ μίας από τις πλέον αξιόλογες και συζητημένες μπάντες του πλανήτη, ή ως ένα νέο άλμπουμ.
Ας πάμε με την δεύτερη οδό, να είμαστε αντικειμενικοί. Το άλμπουμ ξεκινάει εντυπωσιακότατα. Όχι εντυπωσιακά για Radiohead. Εντυπωσιακά, για νέο άλμπουμ. Που θα αναγκαστείς να του προσάψεις ότι, ωχ, αυτός ακούγεται σαν τον Yorke (εμ, μα αφού είναι. Αφού αυτός είναι. Αυτός, που αν δεν ήταν, δεν θα ήταν η μισή σημερινή και βάλε, των τελευταίων δεκαετιών, φουρνιά από frontmen).
To Burn the Witch είναι μικρό, όσο το θές, με παραγωγάρα, και ενορχήστρωση to the point, λίγα και καλά, και απλή, στροφική επαναλαμβανόμενη δομή. Και μπορεί να μην είναι το καλύτερο κομμάτι του αιώνα, αλλά είναι ένα πολύ ωραίο κομμάτι, κολληματικότακο, που και θα ξανάκουγες, και σε ρεμίξ θα του πήγαινε (αχ, μην το κάνετε, όμως, να χαρείτε) και τίποτα δεν σε χαλάει. Να με συμπαθάς, που ήθελες το πρώτο σίνγκλ από τον καινούριο Ραδιοκέφαλο να είναι το ξαδέλφι του Exit Music for a Film, αλλά είπαμε, το κρίνουμε σαν ένα νέο δίσκο.
Έπεται το haunting, όσο δεν πάει, Daydreaming, που είναι λες και βγαλμένο από την αγαπημένη σου ταινία, που σου ραγίζει την καρδιά, και θες να κλαις μέχρι να μην έχεις αέρα. Simple, πιάνο, και η απλή ανεπιτήδευτη φωνή να λέει με πόσο πόνο αυτά που θέλει, και τα υπέροχα εφέ με τα reverse vocals και τον κλειστοφοβικό αλλά τόσο αισιόδοξο χώρο, με αυτό το σχεδόν μονότονο και επίπονο μπάσο, να μετράει δευτερόλεπτα. Και για κομμάτι της μεγάλης του διάρκειας, κάνει το χρέος του, και σε αφήνει με περίσσια αισιοδοξία.
Για να πάρει την σκυτάλη το Decks Dark, ένα απλό easy going, easy listening track. Simple as the summertime breeze, sunset and all. Και μετά το Desert Island Disk, μία φολκ μπαλάντα, ας πούμε, with a twist, a twisted twist, αφού είναι δίσκος του 2016, και αν μη τι άλλο σέβεται τις τεχνολογικές και ηχοτροπικές εξελίξεις του καιρού του.
Και μετα, το Full Stop, ένα κλασικό ψυχεδελικό soundrackικό ταξιδιάρικο κομμάτι, που θα εξελιχθεί σε μία όμορφη χαοτική, σεξουαλική σχεδόν παράνοια, με κρύσταλλο ήχο και ξεκάθαρες διαθέσεις. Να τονίσω εδώ, ότι δε θα σταματήσω να θαυμάζω το επίπεδο παραγωγής ενός νέου δίσκου, και να τον επαινώ, με τον ίδιο τρόπο που μου προκαλεί αποστροφή, η έλλειψη επιπέδου εν έτη 2016, οπότε ναι, θα επαινέσω το "A Moon Shaped Pool" που κάνει με διαύγεια το αυτονόητο. Στην ίδια διάθεση και το Numbers, λες και γράφτηκε καθαρά για μεγάλη χολιγουντ ταινία.
Επόμενο το Glass Eyes: Έντονη πιανιστική διάθεση (μου θύμισε Anthony and the Johnsons, που, ουπς, θυμίζει με την σειρά του Yorke) με κινηματογραφική μελαγχολία, στην ίδια γραμμή με τα προηγούμενα, συνέπεια στον ήχο του δίσκου.
Coming up next, Identikit, για πολλούς, από τα «αυτά που ξεχωρίσαμε», ένα καθαρά Radiohead κομμάτι, με όλα τα cool elements, nice riffs, nice groove, nice dramatic climax, amazing vocal διάνθηση, κιθάρες τρελές, αν και έχω να πω ότι δεν είναι από αυτά που με εντυπωσιάσανε (λίγο άκομψο το τελείωμά του). Με όλα τα άνωθεν ευρήματα, αλλά και με το πόσο απλό τραγούδι είναι, μου κόλλησε και το τραγουδούσα όλη μέρα, και δεν θυμόμουν και τι ήταν το άτιμο. Στην ίδια διάθεση και το Present Tense.
Το πιο «στριμμένο» κομμάτι του δίσκου, τελευταίο, «tinker tailor soldier sailor rich man poor man beggar man thief» (ο τίτλος είναι παιδικό τραγουδάκι, νανούρισμα, βρε παιδί), μιας και το True Love Waits, που φιγουράρει στο τέλος, το ξέρουμε από το 1995, και έχει ήδη εμφανιστεί στο I Might Be Wrong (live recordings), και θες να το ακούς, ξανά και ξανά. Και ξανά και ξανά, και να κλαις για αυτά που δεν πρόλαβες να του/της πεις. Και δεν θα.
Εν κατακλείδι. Δεν είναι ο καλύτερος δίσκος του αιώνα. Είναι όμως πολύ όμορφος. Ναι, είναι από μία από τις καλύτερες μπάντες, ever. Δεν είναι όμως να τον απαξιώνουμε κιόλας.
Τον τελευταίο χρόνο έχουν βγει πολύ καλές μουσικές. Και πολλές μέτριες. Το τι διθυράμβους έχω διαβάσει για ένα τσούρμο και-καλά-εμείς-τώρα-νιώθουμε, με παραγωγή και φωνητικά για δάκρυα, στίχους για γέλια, και ποζεροδηθενιά που δεν παίρνει, δεν λέγεται. Να μη μπερδεύουμε λοιπόν, τα ζουμπούλια με τις τσουκνίδες.
Είναι ένας καλός δίσκος. Είναι εσωτερικός πολύ, σου χώνεται στο φιλοκάρδι, και μέρες μετά, θες να τον ξανακούσεις. Γιατί έτσι. Γιατί μερικές φορές, οι great δίσκοι, δεν χρειάζεται να φωνάξουν. Άλλες φορές, βρίσκουν άλλο τρόπο να πουν αυτά που θέλουν. Μμμμ, σαν την υπνοπαιδεία, ένα πράμα.
Η ομορφιά μερικές φορές βρίσκεται στην απλότητα. Και να μην της θυμώνουμε αν την περιμέναμε βαμμένη και παρφουμαρισμένη. Έχει άλλη αυτοπεποίθηση η ώριμη ομορφιά. Δεν θέλει πολλά φτιασίδια να σε κάνει να την ερωτευτείς.
XL Recordings, 10.05.2016