PJ Harvey – The Hope Six Demolition Project

Ας ξεκινήσουμε με το background story. Εδώ και πολύ καιρό είχαμε μάθει οτι η PJ Harvey διάλεξε μία ιδιαίτερη διαδικασία ηχογράφησης νέου άλμπουμ. Αντλώντας έμπνευση από ταξίδια που έκανε στην Ουάσινγκτον, Κόσοβο και Αφγανιστάν, έγραψε νέα κομμάτια τα οποία δούλεψε ακόμα περισσότερο με την παρουσία κοινού στο Somerset House στο Λονδίνο (δείτε εδώ το σχετικό μας άρθρο). Ενδιαφέρον project το οποίο όμως προσωπικά μου δημιούργησε μια αμφιβολία για το αποτέλεσμα. Πολλές φορές ανορθόδοξες τεχνικές δεν δουλεύουν, καθώς μέρος της καλλιτεχνικής προσπάθειας καταναλώνεται σε πράγματα εκτός της μουσικής αυτής καθ’εαυτής (βλέπε Foo Fighters με το Sonic Highways).
Ας συνεχίσουμε όμως με την ουσία.
Η PJ κυκλοφορεί τον ένατο (!) προσωπικό της δίσκο και αποδεικνύει οτι η εξέλιξη δεν σταματά ποτέ για έναν πραγματικά μεγάλο καλλιτέχνη! Εξέλιξη με νόημα και ουσία. Εξέλιξη λόγω ανάγκης. Γιατί απλά η έμπνευσή της οδηγεί το αποτέλεσμα σε άλλα μονοπάτια και η ίδια δεν μπορεί να κάνει τίποτα για αυτό. Το αποδέχεται και το αγκαλιάζει. Πέρα από μουσικές τάσεις, από μόδες ή από τις προσδοκίες κάποιου κοινού. Και η αλήθεια είναι οτι παρακολουθώντας τόσα χρόνια κάθε βήμα της PJ, οι μόνη προσδοκία που έχουμε είναι να είναι αληθινή με την μουσική της. Και αυτό συνεχίζει και το κάνει στο The Hope Six Demolition Project. Και το αποτέλεσμα είναι ξανά καταπληκτικό.
Πρόκειται για ένα δίσκο που παραμένει απόλυτα κλειστός σε οποιονδήποτε αφιερώνει 1-2 μόνο ακούσματα. Τιμωρεί τον ακροατή μην αποκαλύπτοντας σχεδόν τίποτα άμεσα. Δίνει μόνο μικρά hints τα οποία παρουσιάζονται πλήρως μόνο μετά από περισσότερη προσπάθεια. Και τότε ανακαλύπτει κανείς τη μαγεία του.
Η φωνή της παραμένει γλυκιά και νοσταλγική όπως μας την επαναπροσδιόρισε στα White Chalk και Let England Shake, με τα πολύ υψηλά φαλσέτο κατά διαστήματα, αλλά με περισσότερη δύναμη. Και κάποιες στιγμές με απόμακρη οργή και μικρά ξεσπάσματα. Χωρίς όμως να επιστρέφει στις μέρες του Rid Of Me. Η ίδια έχει αλλάξει πολύ και το ίδιο έχει κάνει και ο τρόπος που αντιμετωπίζει και τραγουδά ότι την ενοχλεί.
Μουσικά, το πιάνο και τα ακουστικά έγχορδα των δύο προηγούμενων δίσκων έχουν δώσει σε μεγάλο βαθμό τη θέση τους σε περισσότερες ηλεκτρικές κιθάρες, με κοφτούς ξεκάθαρους ρυθμούς οι οποίοι μοιάζουν να συνδυάζουν την παλιά PJ με τον Bowie της εποχής του Βερολίνου. Η χρήση του σαξόφωνου είναι πολύ έντονη σε μεγάλο μέρος του άλμπουμ. Με ένα βρόμικο ήχο όμως. Κάπου διαβάσαμε ένα σχόλιο οτι το σαξόφωνό της θυμίζει Sonics. Θα συμφωνήσουμε απόλυτα. Με ένα εντελώς διαφορετικό παίξιμο από τους πρωτοπόρους του garage, αλλά ίδια προσέγγιση, οι δυσαρμονίες της γεμίζουν το χώρο αγχωτικά, διεστραμμένα, πανέμορφα.
Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στα έντονα αντρικά backing vocals τα οποία έχουν μιξαριστεί πιο δυνατά από ότι έχει κανείς συνηθίσει και προσθέτουν στην δυναμική του δίσκου, δίνοντας έμφαση όπου η φωνή της PJ από μόνη της δεν είναι αρκετή.
Σε αυτό το σημείο είθισται να παρουσιάζει κανείς τις καλύτερες στιγμές του δίσκου. Δυστυχώς όμως μετά από πολλά ακούσματα αυτό γίνεται αδύνατο. Ή ευτυχώς...Το άλμπουμ έχει μία πολύ στιβαρή συνέχεια η οποία θα ήταν άδικο να διασπαστεί σε συγκεκριμένα κομμάτια με τη λογική των singles. Και αυτό είναι το μεγαλείο του.
Ανυπομονούμε λοιπόν να τη δούμε ζωντανά ξανά. Οι συναυλίες της είναι πάντα πολύ έντονες και αποτελούν σημείο αναφοράς. Όσες φορές την έχουμε δει μας έχει αιχμαλωτίσει με την σπουδαία φωνή της και την δυναμική της.
Το ελληνικό κοινό λοιπόν είναι πολύ τυχερό που θα έχει την ευκαιρία να την απολαύσει στο φετινό Release Festival την Τρίτη 7 Ιουνίου. Ένα φεστιβάλ πολύ φιλόδοξο, με καταπληκτικά ονόματα (δείτε εδώ την εγγραφή μας για το Release στο Festival Calendar). Εμείς θα βρισκόμαστε σίγουρα εκεί!
15.04.2016, Island Records