Nick Cave @ Palacio Municipal de Congresos, Madrid
Πιθανότατα οποιοσδήποτε πρόλογος για τον Nick Cave να είναι περιττός. Με ή χωρίς τους Bad Seeds, με ή χωρίς καινούριο studio album, πάντα υπάρχει μία νέα κυκλοφορία, ένα βιβλίο, μία ταινία ή ένα…skateboard (!), ή απλώς και μόνο η παρουσία του που τον καθιστούν επίκαιρο, ειδικά για τους πολυάριθμους ορκισμένους θαυμαστές του. Λίγες μόνο μέρες αφότου ανακοινώθηκαν οι ημερομηνίες για τα δύο live επί ισπανικού εδάφους (Βαρκελώνη, 21/5 και Μαδρίτη 22/5) το περασμένο φθινόπωρο, τα εισιτήρια είχαν αρχίσει να λιγοστεύουν επικίνδυνα. Και στις αρχές του χρόνου είχαν ήδη εξανεμιστεί. Η προσμονή λοιπόν ήταν προφανής και σίγουρα δεν αποτελεί λόγο έκπληξης. Και τόσο μεγάλη σε κάποιες περιπτώσεις, που σχεδόν δεν θέλαμε να φτάσει η στιγμή της συνάντησης. Αλλά φυσικά έφτασε. Και, σε γενικές γραμμές, δεν απογοήτευσε.
Κατά τις 19.20, δέκα λεπτά πριν ανοίξουν οι πόρτες στο κοινό, οι πρώτοι ανυπόμονοι βρισκόμασταν ήδη έξω από το χώρο -η προσμονή που λέγαμε- ο οποίος, ως συνεδριακός χώρος, ήταν κάπως ψυχρός και ανέδιδε μία αίσθηση απόμακρης επισημότητας. Ακριβώς στην είσοδο, μία παρέα από roadies μας επανέφερε στην παρήγορη πραγματικότητα : σκόρπιες κουβέντες και πλάκες και η παρατήρηση ότι «το σόου χτες πήγε πολύ καλά».
Οι πόρτες άνοιξαν και, περνώντας έναν υποτυπώδη έλεγχο βρεθήκαμε στην αμφιθεατρική αίθουσα, ο καθένας στη θέση του με τάξη και ασφάλεια, περιμένοντας φρόνιμα και υπομονετικά, ενώ γρήγορα άρχισαν οι πρώτες δοκιμαστικές φωτογραφήσεις από τον εξώστη (πόσο ζουμ χρειάζεται άραγε για ένα αξιοπρεπές αποτέλεσμα;) και τα απαραίτητα selfies με φόντο τη σκηνή. Από εκείνη τη στιγμή και μέχρι το τέλος, τα smartphones πήραν φωτιά, όπως πάντα. Λιγάκι κουραστικό...
Εν μέσω επευφημιών και χειροκροτημάτων, ο Nick Cave και η παρέα του εμφανίστηκαν στη σκηνή. Την εν λόγω παρέα αποτελούσαν κυρίως μέλη των Bad Seeds: Martyn Casey στο μπάσο, Thomas Wydler στα ντραμς και ο πανταχού παρών και αχώριστος "υπολοχαγός" του Cave, Warren Ellis στην κιθάρα, βιολί και...ό,τι άλλο χρειαστεί! Στα πλήκτρα ο γνωστός-άγνωστος και κάπως αινιγματικός Larry Mullins (alias Toby Dammit), αντικαθιστώντας τον Barry Adamson, προς απογοήτευση αρκετών από τους παρευρισκόμενους. Οι πρώτες νότες προανήγγειλαν το We No Who U R, που, σε συνδυασμό με ένα ίσως πρώιμο Weeping Song, ήταν μια αποτελεσματική προθέρμανση, αλλά η ουσία της υπόθεσης μας χτύπησε κατακέφαλα με ένα Red Right Hand που ήταν αδύνατο να χωρέσει στο αριθμημένο, αναπαυτικό κάθισμα μιας αίθουσας εκδηλώσεων...Με το δίκιο τους, λοιπόν, οι τυχεροί των πρώτων σειρών περίμεναν το σύνθημα από τον «maestro» –όπως τον αποκάλεσαν–για να ορμήσουν στη σκηνή, το οποίο δεν άργησε να δοθεί, υπό τους ήχους του Higgs Boson Blues. Με το (πολύπαθο) μικρόφωνο στο ένα χέρι, και με το άλλο να ψηλαφίζει μια μικρή θάλασσα από παλάμες που απλώνονταν μπροστά του, ο Cave βρέθηκε σχεδόν στη μέση της πλατείας. Ακριβώς πάνω στην ώρα για να απευθύνει την ερώτηση «Can you feel my heartbeat?» στο μαγεμένο πλήθος που τον περιτριγύριζε. Καλά σκηνοθετημένο και προφανώς δοκιμασμένο κόλπο, αλλά απολύτως επιτυχημένο. Η παράσταση άρχισε, και μαζί της η έκσταση ενός κοινού που αποζητούσε μανιωδώς την επαφή – ή τουλάχιστον ένα επιτυχημένο selfie. Ακολούθησε ένα setlist-αναδρομή στο μεγαλύτερο μέρος της δισκογραφίας των Bad Seeds, με εξαίρεση-μεταξύ άλλων-το σχετικά πρόσφατο Dig, Lazarus, Dig!!!, και, παρότι σε κάποιους από εμάς θα άρεσε πολύ να ακουγόταν κάτι από αυτόν τον δίσκο, οποιαδήποτε απόπειρα επιβολής της «λαϊκής βούλησης» ήταν προφανώς μάταιη: κάθε μία από τις παραγγελιές έπεφτε στο κενό πριν φτάσει στη σκηνή και, στη μοναδική περίπτωση που κατάφερε να φτάσει, η απάντηση ήταν αποκαρδιωτικά απορριπτική. Ήταν ξεκάθαρο ποιος ήταν το αφεντικό και κανείς μας δεν είχε αντίρρηση.
Η βραδιά συνεχίστηκε με διαδοχικές εναλλαγές ατμοσφαιρικής, μέτριας και εκρηκτικής έντασης. Η ένταση -σκηνοθετημένη ή μη, ποιος νοιάζεται;- ο κοινός παρονομαστής όλων των εκτελέσεων, με την επιβλητική φιγούρα του Cave να περιδιαβαίνει σαν δαιμονισμένη το προσκήνιο, να επιστρέφει στο πιάνο χαλαρώνοντας ίσα-ίσα για να εκτιναχθεί ξανά προς το κοινό, να ξαποστέλνει παρτιτούρες μετά το τέλος κάθε κομματιού, να φτύνει και να προκαλεί...αλλά πάντα με ένα ανεπαίσθητο μέτρο, έλεγχο και αυτοπεποίθηση. Κάπως έτσι φτάσαμε στο Jubilee Street, ένα κρεσέντο που κορυφώθηκε με το κοινό όρθιο να χειροκροτάει ασταμάτητα, συνεπαρμένο. Το encore δεν άργησε να έρθει, με πέντε ακόμα κομμάτια και μία μικρή χιουμοριστική παρένθεση: «Stop mocking me», απαίτησε με ύφος λιγάκι απολογητικό για τα Ισπανικά του, προσθέτοντας τραγουδιστά «People just ain't no good…». Και επειδή τόση ένταση και έκσταση κάπως έπρεπε να κατευναστεί, η επιλογή του Push the sky away για τον αποχαιρετισμό ήταν εύστοχη.
Το γενικό συμπέρασμα; Δεν ξέρω κατά πόσο οι προσωπικές αδυναμίες θολώνουν την κριτική μας ικανότητα, αλλά φαίνεται ότι τα όποια ψεγάδια και διαψευσμένες προσδοκίες του καθενός ξεθυμαίνουν μπροστά σε μία απίστευτα χαρισματική και πολυσχιδή προσωπικότητα σαν αυτή του Cave, ειδικά όταν πλαισιώνεται από μουσικούς εξίσου χαρισματικούς αλλά και επαγγελματίες. Μία συναυλία γεμάτη, επαρκέστατη τόσο τεχνικά όσο και σε διάρκεια, με συνέπεια, επαγγελματισμό αλλά και τον απαραίτητο ασεβή σεβασμό προς το κοινό, εξάρσεις και καθάρσεις, σχεδόν θεατρικές. Ίσως οι βετεράνοι fans να είναι σε θέση να κρίνουν πιο νηφάλια και ενδεχομένως πιο αυστηρά, με μέτρο σύγκρισης την ιστορία και αναπολώντας τις πιο ωμές και άγριες στιγμές του Αυστραλού θρύλου (για πολλούς). Όπως και να'χει, το να κρατάς ένα κατάμεστο αμφιθέατρο με πάνω από 1.500 άτομα, δέσμιο της κάθε σου λέξης/κίνησης/ανάσας/κραυγής για περισσότερο από δύο ώρες, που μάλιστα περνούν πριν το πάρει κανείς είδηση, δεν είναι και λίγο. Όλα δείχνουν ότι η ανακοίνωση της επόμενης συνάντησης με τον Nick Cave θα προκαλέσει την ίδια ακριβώς λαχτάρα και προσμονή. Στη Μαδρίτη, στην Αθήνα ή οπουδήποτε αλλού. Δε μένει παρά να περιμένουμε λοιπόν.
*Embedded photo courtesy of Jorge T. Gomez. We would like to thank him for the rights of use.