clocksound.gr
Search
facebook twitter youtube rss instagram

DJ Shadow - Mountain Will Fall

Rate
4

Η «ευχή και κατάρα» του να είσαι υπεύθυνος για ένα δισκογραφικό ντεμπούτο που στιγμάτισε μια δεκαετία μουσικής παραγωγής , καθόρισε τον ήχο του turntablism, απενοχοποίησε το sampling, στιγμάτισε και ανατρίχιασε πολλούς μουσικόφιλους (συμπεριλαμβανομένου και του υποφαινόμενου) και τέλος πρόσθεσε τα πικ απ στη φαρέτρα πολλών επίδοξων μουσικών έκανε τoν Josh Davis να ψάχνει διψασμένος ακόμα τη συνταγή που θα εξελίξει ακόμα περισσότερο τον ήχο του, 20 χρόνια μετα από το εκρηκτικό Endtroducing.

Το έδαφος αλλά και η οργάνωση παραγωγής ετοιμάστηκαν τεχνηέντως αφενός χρονικά με τη μετεξέλιξη από τη προηγούμενη προσπάθεια παραγωγής (the less you know the better) που επανέφερε, αν και όχι ιδιαίτερα εντυπωσιακά, στην τροχιά του τον Shadow, τουλάχιστον σε σχέση με το αδύναμο και αποπροσανατολισμένο «Outsider» και αφετέρου με την προσμονή που δημιουργήθηκε στο κοινό του λόγω των συνεργασιών που ανακοινώθηκαν με ταλαντούχους και διψασμένους παραγωγούς (Nils Frahm, Matthew Halsall). Ήταν όμως αυτά αρκετά ώστε να κάνει το επόμενο βήμα ο Shadow σε αυτό το εγχείρημα? Φοβόμαστε πως όχι….

Πρέπει να τονιστεί το γεγονός κατά τη διάρκεια της ακρόασης του "Mountain Will Fall" δημιουργείται η εντύπωση στον ακροατή πως τα turntables αντικατασταθήκανε από το ξερό και μονότονο tempo ενός ΜPC. Η φυσικότητα και ωμή ενέργεια των scratch του Shadow σε χαρακτηριστικά παλαιότερα tracks σαν το Zimbabwe Legit (κόσμος τσακώθηκε σε forums κάνοντας debate για το αν είναι παιγμένα live η όχι) και στις συνεργασίες του με τους συνοδοιπόρους του στους Quannum αποτέλεσε βασική αρχή της σχολής που ο ίδιος ο Davis δημιούργησε.

Το εισαγωγικό, ομώνυμο Mountain Will Fall αποδεικνύεται τόσο αργό και προβλέψιμο όσο και το videoclip που το συνόδεψε κατά το promotion του δίσκου. Μια επαναλαμβανόμενη και πομπώδης μελωδία με μια απλή ρυθμική σειρά να τη συνοδεύει, προϊδεάζοντας τον ακροατή για το τι θα επακολουθήσει, τουλάχιστον στο ρυθμικό κομμάτι. Παρά όλα αυτά η σκυτάλη παραλαμβάνεται από το δυναμικό ντουέτο του El-P και Killer Μike των Run the Jewels στο Nobody Speak με το ποιοτικό τους MC'ing να αναδεικνύει ένα δυναμισμό ωμού funk που εκπλήσσει ευχάριστα. Κάπου εδώ όμως τα ευχάριστα νέα του δίσκου σχεδόν στερεύουν…

Το Three Ralphs ακολουθεί μια ευτελή συνταγή Αμερικανικής trap που δεν εντυπωσιάζει ιδιαίτερα (παρ’ολο το cut/pastes ample «are you ready to die») έστω και αν το βασικό μελαγχολικό πιάνο κλείνει το μάτι σε πιο μελωδικές εποχές του Shadow.

Αυτό που κάνει κάποιον να απορεί πραγματικά είναι το Bergschung. Σε αυτό το σημείο ο δίσκος δίνει την εντύπωση δύο μουσικών που έχουν διαφορετικές βλέψεις και άφησαν κάτι ημιτελές. Ο Nils Frahm είναι ένας παραγωγός που θα μπορούσε να δώσει πολλά με μια τέτοια συνεργασία. Η βίαια πρόσκρουση με το crossfading του Shadow απαγορεύει σχεδον στο track να εξελιχθεί παρά τις αλλαγές προωθώντας μια στεγνή μελωδία. Το Slideshow με τον Ernie Fresh στα φωνητικά αποτελεί στην ουσία φόρο τιμής στο digging και ένα porttfolio μιας εποχής που ο Shadow υπηρέτησε πιστά (Στο ντοκιμαντέρ «Scratch» μπορείτε να την απολαύσετε και ολοκληρωμένη).

Τα Depth Charge και Mambo ακολουθούν την ίδια συνταγή (και κάπου εδώ η περίτεχνη φασαρία σε συνδυασμό με το ηλεκτρονικό snare αρχίζουν να κουράζουν). O σαγηνευτικός τρομπετίστας από το Manchester, Matthew Halsall, παραλαμβάνει τη σκυτάλη με ένα όμορφο αφαιρετικό μελωδικό σύμπαν να αποδομείτε (όχι πολύ κομψά είναι η αλήθεια) από τις διακυμάνσεις του tempo του background. Η προσπάθεια αυτή πάντως συγκαταλέγεται στα θετικά σημεία του δίσκου. Μαζί και το "Pitter Patter" που με τα αιθέρια φωνητικά του, προσπαθεί να ευθυγραμμίσει την ακρόαση που εκτροχιάζεται δυστυχώς λίγο αργότερα με το “Ghost Town” (για το οποίο ο Shadow μας είχε προειδοποιήσει από το Liquid Amber E.P.) και “California”.

Σε παλαιότερες συνεντεύξεις του ο Davis είχε δηλώσει απογοητευμένος απο τη προσκόλληση πολλών μουσικόφιλων στα "Private Press" και "Endtroducing" (Εμείς θα συμπεριλαμβάναμε και κάποιες άλλες στιγμές στην Mo Wax μεταξύ των οποίων το Diminishing Returns και το αρχικό και σύντομο πιλοτάρισμα στους Unkle με τον James Lavelle) και είχε εκφράσει την επιθυμία του να εξελιχθεί και παράλληλα να καταφέρει να παραμείνει πιστός στις αρχές που τον ανέδειξαν. Στη πορεία βέβαια αυτό φάνηκε (και ακόμα φαίνεται) αρκετά δύσκολο. Σε πολλά σημεία του δίσκου διακρίνεται μια επιτηδευμένη τάση του παραγωγού να δηλώσει με τον ήχο του ότι άλλαξε και πλέον έχει καβαλήσει για τα καλά το κύμα του σύγχρονου ρεύματος. Όμως αρκετές είναι οι φορές που φαίνεται πως αυτός ο τρόπος δεν είναι και ο ιδανικός.

Το «Suicide Pact» κλείνει διακριτικά το δίσκο με μια διάθεση εφάμιλλη της αρχικής μας άποψης: ελαφρώς καταθλιπτικής ίσως λόγω προσμονής για κάτι πολύ καλύτερο.

Λένε ότι με τα πράγματα που αγαπάς, οφείλεις να είσαι αυστηρός. Ο Shadow στο "Mountain Will Fall" κατάφερε να δημιουργήσει σε σχετικά καλές συνθήκες χρονικά ένα δίσκο ελαφρά άστοχο, κάποιοι από τον μουσικό τύπο τον χαρακτήρισαν ίσως και τον χειρότερο της καριέρας του. Και αν με το "Outsider" κάποια χρόνια νωρίτερα πήρε το μήνυμα οτι αυτός δεν είναι ο δρόμος που θα έπρεπε να ακολουθήσει (έστω και αν έκρυψε στην μετριότητα του τα διαμαντάκια Τriplicate και Artifact) δε δείχνει να έχει πειστεί για κάτι τέτοιο.

Για εμάς σίγουρα δεν είναι υποχρεωτικό για τον Shadow να συναγωνιστεί τους παραγωγούς του τώρα, αλλά να μπορέσει να εμπνεύσει με το δικό του χαρακτηριστικό ήχο τους μουσικούς του αύριο. Αν μη τι άλλο η προσωπική του σφραγίδα έχει εδραιωθεί για τα καλά ώστε να μην χρειάζεται να αποδείξει τις ικανότητες του σε μελλοντικά εγχειρήματα.   

Mass Appeal Records, 24.06.16

Σχετικά άρθρα

Banner
Banner