ClockSound
Search
facebook twitter youtube rss instagram

Jack White – Boarding House Reach

Rate
6.5

Τέσσερα ολόκληρα χρόνια μετά το “Lazaretto”, ήρθε η ώρα φέτος της δισκογραφικής επιστροφής του Jack White. Όντας αναμφίβολα ένας από τους κορυφαίους ροκ μουσικούς της εποχής μας, νομοτελειακά το “Boarding House Reach” αποτελεί μία από τις σημαντικότερες κυκλοφορίες της χρονιάς.

Θα ξεκινήσουμε λέγοντας οτι ο Jack White είναι ότι πιο κοντινό στους μεγάλους μουσικούς/μπάντες των 60-70s για την εποχής μας. Και ζωντανά το γεγονός γίνεται ακόμα πιο εμφανές. Το πάθος του, η δύναμη και η ωμότητα της εκτέλεσης, η ελεύθερη αλλά συνάμα απόλυτα δομημένη αντίληψή του ως τραγουδοποιός εκφράζουν ένα «είδος ροκ» που έχει κάπως εκλείψει τις τελευταίες 2 δεκαετίες. Ο ίδιος πολυάσχολος και ανήσυχος, αναζητά συνεχώς νέες κατευθύνσεις, είτε μέσω των προσωπικών κυκλοφοριών, είτε μέσω επιπλέον συγκροτημάτων (Dead Weather, Raconteurs) ή των συμμετοχών και παραγωγών που κάνει στην Third Man Records.

Έτσι και στο “Boarding House Reach” μας παραδίδει κάτι διαφορετικό από ότι στο παρελθόν, όπως έχει κάνει ξανά και ξανά. Αλλά αυτή τη φορά, το βήμα μοιάζει τεράστιο! Και ίσως μετέωρο...

Το άλμπουμ ξεκινά με το Connected By Love. Σε ένα οικείο gospel-blues ύφος, το κομμάτι χτίζεται με τη βοήθεια των καταπληκτικών φωνητικών των McCrary sisters και της κιθάρας του ίδιου, διαλέγοντας να μας εισάγει στο νέο του πόνημα με μία συμβατική, αλλά πολύ καλή, σύνθεση.

 

 

Η συνέχεια είναι εξίσου «ομαλή», με το Why Walk A Dog?, στο οποίο ο Jack White κατακρίνει την συνολική νοοτροπία αγοράς κατοικίδιων. Βασισμένο σε blues φόρμες, η πινελιά από το εκκλησιαστικό όργανο, ο buzzing ήχος στον υπόβαθρο, η σχεδόν λυπημένη φωνή του και η «προβληματική» κιθάρα συνθέτουν ένα από τα καλύτερα κομμάτια του δίσκου.

Και εκεί αρχίζουν τα πράγματα λίγο να μπερδεύονται...

Ο Jack White φαίνεται οτι κατά τη διάρκεια συγγραφής του δίσκου δεν αποφάσισε να βαδίσει σε κάποιο συγκεκριμένο δρόμο, αφήνοντας το μυαλό του απόλυτα ελεύθερο να ταξιδέψει σε όλες τις επιρροές του ή σε όποια μουσική κατάσταση βρίσκονταν την κάθε στιγμή. Rock, funk, afro, blues, gospel, electro, hip hop κ.α. όλα μπλέκονται εδώ.

Για παράδειγμα η αγάπη του για το 80s και 90s hip hop. Έτσι δίνει στο “Boarding House Reach” μία δομή που βρίσκει κανείς σε δίσκους όπως το "Ill Communication", με πολλές εναλλαγές στο ύφος των κομματιών και 3 skits ανάμεσα να δίνουν την αίσθηση διαλείμματος πριν την αλλαγή.

Ή στο Corporation, το οποίο ξεκινά με ένα Allman Brothers riff συνοδευόμενο από 70s funk αρμόνιο και afro-funk κρουστά. Ο White φωνάζει “Who’s with me” όσο το κομμάτι σιγά σιγά εμπλουτίζεται επίσης με μία Rage Against The Machine αισθητική, όσον αφορά τα κιθαριστικά εφέ και την φωνητική τεχνική.

Το Hypermisophoniac κυριαρχείται από μία ηλεκτρονική λούπα, blues πιάνο και spoken distorted φωνητικά. Και δεν βγάζει κανένα νόημα. Ενώ το Ice Station Zebra είναι ένα old school rap κομμάτι, σε Tribe Called Quest ύφος, περασμένο μέσα από την δική του προσωπική πινελιά. Στο δεύτερο μισό του κομματιού ραπάρει πάνω σε Stevie Wonder στιλ πιάνο και είναι αδύνατο να μην σκεφτούμε πόσο πιο ωραίο θα ήταν αν στη θέση του βρίσκονταν ο Q-Tip!

Η συνέχεια του άλμπουμ περιλαμβάνει Rage Against The Machine ξανά riff, γέφυρες και φωνητικά, με διακοπές από χορωδιακές φωνές (Over and Over and Over). Electro beats και breaks που δίνουν τη θέση τους σε παραμορφωμένες κιθάρες (Respect Commander), electro funk με vocoder φωνητικά (Get In The Mind Shaft), slow country δεκαετίας 60 (What’s Done Is Done) ή Paul McCartney στιλ lullaby (Humoresque).

 

 

Όλες αυτές οι μεταπηδήσεις από ύφος σε ύφος δεν θα ήταν σε καμία περίπτωση αρνητικές αν είχαν γίνει με μαεστρία. Αν το σύνολο διατηρούσε μία αρμονική ροή. Αλλά αυτό σε καμία περίπτωση δεν συμβαίνει στο “Boarding House Reach”. Είτε ο Jack White απέτυχε πλήρως να το κατορθώσει, είτε επέλεξε συνειδητά τη συγκεκριμένη οδό. Όποια και να είναι η αλήθεια, ο νέος αυτός δίσκος έχει μεν αρκετά καλά κομμάτια, αλλά η ολοκληρωτική έλλειψη κατεύθυνσης και αρμονίας, πολλές φορές ακόμα και μέσα στο ίδιο κομμάτι, είναι αυτό που τελικά κυριαρχεί. Μια παγίδα στην οποία για πρώτη φορά πέφτει ο Jack White. Ένας δίσκος απαιτητικός που θα μπορούσε να ήταν αριστούργημα ή και πλήρης αποτυχία. Τελικά δεν είναι τίποτα από τα δύο, αλλά είναι σίγουρα κατώτερο των προσδοκιών αλλά και του τεράστιου ταλέντου του.

Third Man, 23.03.2018

 

Σχετικά άρθρα

Banner
Banner